Ancient Greek-English Dictionary Language

πομποστολέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: πομποστολέω πομποστολήσω

Structure: πομποστολέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lead in procession

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πομποστολῶ πομποστολεῖς πομποστολεῖ
Dual πομποστολεῖτον πομποστολεῖτον
Plural πομποστολοῦμεν πομποστολεῖτε πομποστολοῦσιν*
SubjunctiveSingular πομποστολῶ πομποστολῇς πομποστολῇ
Dual πομποστολῆτον πομποστολῆτον
Plural πομποστολῶμεν πομποστολῆτε πομποστολῶσιν*
OptativeSingular πομποστολοῖμι πομποστολοῖς πομποστολοῖ
Dual πομποστολοῖτον πομποστολοίτην
Plural πομποστολοῖμεν πομποστολοῖτε πομποστολοῖεν
ImperativeSingular πομποστόλει πομποστολείτω
Dual πομποστολεῖτον πομποστολείτων
Plural πομποστολεῖτε πομποστολούντων, πομποστολείτωσαν
Infinitive πομποστολεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
πομποστολων πομποστολουντος πομποστολουσα πομποστολουσης πομποστολουν πομποστολουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πομποστολοῦμαι πομποστολεῖ, πομποστολῇ πομποστολεῖται
Dual πομποστολεῖσθον πομποστολεῖσθον
Plural πομποστολούμεθα πομποστολεῖσθε πομποστολοῦνται
SubjunctiveSingular πομποστολῶμαι πομποστολῇ πομποστολῆται
Dual πομποστολῆσθον πομποστολῆσθον
Plural πομποστολώμεθα πομποστολῆσθε πομποστολῶνται
OptativeSingular πομποστολοίμην πομποστολοῖο πομποστολοῖτο
Dual πομποστολοῖσθον πομποστολοίσθην
Plural πομποστολοίμεθα πομποστολοῖσθε πομποστολοῖντο
ImperativeSingular πομποστολοῦ πομποστολείσθω
Dual πομποστολεῖσθον πομποστολείσθων
Plural πομποστολεῖσθε πομποστολείσθων, πομποστολείσθωσαν
Infinitive πομποστολεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πομποστολουμενος πομποστολουμενου πομποστολουμενη πομποστολουμενης πομποστολουμενον πομποστολουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πομποστολήσω πομποστολήσεις πομποστολήσει
Dual πομποστολήσετον πομποστολήσετον
Plural πομποστολήσομεν πομποστολήσετε πομποστολήσουσιν*
OptativeSingular πομποστολήσοιμι πομποστολήσοις πομποστολήσοι
Dual πομποστολήσοιτον πομποστολησοίτην
Plural πομποστολήσοιμεν πομποστολήσοιτε πομποστολήσοιεν
Infinitive πομποστολήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πομποστολησων πομποστολησοντος πομποστολησουσα πομποστολησουσης πομποστολησον πομποστολησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πομποστολήσομαι πομποστολήσει, πομποστολήσῃ πομποστολήσεται
Dual πομποστολήσεσθον πομποστολήσεσθον
Plural πομποστολησόμεθα πομποστολήσεσθε πομποστολήσονται
OptativeSingular πομποστολησοίμην πομποστολήσοιο πομποστολήσοιτο
Dual πομποστολήσοισθον πομποστολησοίσθην
Plural πομποστολησοίμεθα πομποστολήσοισθε πομποστολήσοιντο
Infinitive πομποστολήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πομποστολησομενος πομποστολησομενου πομποστολησομενη πομποστολησομενης πομποστολησομενον πομποστολησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lead in procession

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION