헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλανύττω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλανύττω

형태분석: πλανύττ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = plana/omai

  1. to wander about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλανύττω

πλανύττεις

πλανύττει

쌍수 πλανύττετον

πλανύττετον

복수 πλανύττομεν

πλανύττετε

πλανύττουσιν*

접속법단수 πλανύττω

πλανύττῃς

πλανύττῃ

쌍수 πλανύττητον

πλανύττητον

복수 πλανύττωμεν

πλανύττητε

πλανύττωσιν*

기원법단수 πλανύττοιμι

πλανύττοις

πλανύττοι

쌍수 πλανύττοιτον

πλανυττοίτην

복수 πλανύττοιμεν

πλανύττοιτε

πλανύττοιεν

명령법단수 πλάνυττε

πλανυττέτω

쌍수 πλανύττετον

πλανυττέτων

복수 πλανύττετε

πλανυττόντων, πλανυττέτωσαν

부정사 πλανύττειν

분사 남성여성중성
πλανυττων

πλανυττοντος

πλανυττουσα

πλανυττουσης

πλανυττον

πλανυττοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλανύττομαι

πλανύττει, πλανύττῃ

πλανύττεται

쌍수 πλανύττεσθον

πλανύττεσθον

복수 πλανυττόμεθα

πλανύττεσθε

πλανύττονται

접속법단수 πλανύττωμαι

πλανύττῃ

πλανύττηται

쌍수 πλανύττησθον

πλανύττησθον

복수 πλανυττώμεθα

πλανύττησθε

πλανύττωνται

기원법단수 πλανυττοίμην

πλανύττοιο

πλανύττοιτο

쌍수 πλανύττοισθον

πλανυττοίσθην

복수 πλανυττοίμεθα

πλανύττοισθε

πλανύττοιντο

명령법단수 πλανύττου

πλανυττέσθω

쌍수 πλανύττεσθον

πλανυττέσθων

복수 πλανύττεσθε

πλανυττέσθων, πλανυττέσθωσαν

부정사 πλανύττεσθαι

분사 남성여성중성
πλανυττομενος

πλανυττομενου

πλανυττομενη

πλανυττομενης

πλανυττομενον

πλανυττομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wander about

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION