헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περόνη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περόνη

형태분석: περον (어간) + η (어미)

어원: pei/rw

  1. anything pointed for piercing or pinning, the tongue of a buckle or brooch, the buckle or brooch, a large pin
  2. the small bone of the leg

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κύπρισ μὲν δολόμητισ ἀναπτύξασα καλύπτρην λαὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμουσ, χρυσῷ δ’ ἐστέψατο χαίτην. (Colluthus, Rape of Helen, book 139)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 139)

  • λοχίοισ δ’ αὐτίκα νιν δέ‐ ξατο θαλάμαισ Κρονίδασ Ζεύσ, κατὰ μηρῷ δὲ καλύψασ χρυσέαισιν συνερείδει περόναισ κρυπτὸν ἀφ’ Ἥρασ. (Euripides, choral, antistrophe 12)

    (에우리피데스, choral, antistrophe 12)

  • ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότα‐ τον νάποσ, Ἀρτέμιδοσ χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρών, μήποτε τὸν θανάτῳ προτεθέντα, λόχευμ’ Ιὀκάστασ, ὤφελεσ Οἰδιπόδαν θρέψαι, βρέφοσ ἔκβολον οἴκων, χρυσοδέτοισ περόναισ ἐπίσαμον· (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, antistrophe 11)

  • ὁ δ’ Οἰδίπουσ ἤρασσε περόναισ βλέφαρα· (Plutarch, De amore prolis, section 5 1:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 5 1:1)

  • "αἱ δὲ γυναῖκεσ αὐτῶν τὰσ Θρᾳκῶν τῶν πρὸσ ἑσπέραν καὶ ἄρκτον περιοίκων γυναῖκασ ἐποίκιλλον τὰ σώματα, περόναισ γραφὴν ἐνεῖσαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:55)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:55)

  • χαλῶντοσ δὲ τούτου πολλάκισ καὶ ἡ περόνη ἀποστᾶσα χωλὸν ἀπέδειξε τὸν ἵππον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 8:5)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 8:5)

  • "τῶν τινα καρρέζουσα Ἀχαιιάδων βαθυκόλπων, πρὸσ χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 5:4)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 5:4)

  • αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι· (Homer, Odyssey, Book 19 28:6)

    (호메로스, 오디세이아, Book 19 28:6)

  • ἦ μάλα δή τινα Κύπρισ Ἀχαιϊάδων ἀνιεῖσα Τρωσὶν ἅμα σπέσθαι, τοὺσ νῦν ἔκπαγλα φίλησε, τῶν τινα καρρέζουσα Ἀχαιϊάδων ἐϋπέπλων πρὸσ χρυσῇ περόνῃ καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν. (Homer, Iliad, Book 5 45:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 45:6)

유의어

  1. anything pointed for piercing or pinning

  2. the small bone of the leg

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION