헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπλάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπλάσσω περιπλάσω

형태분석: περι (접두사) + πλάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 넘겨 던지다, 바르다, ~를 지나가다, 거치다
  1. to plaster, over, form as a mould or cast round

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλάσσω

(나는) 넘겨 던진다

περιπλάσσεις

(너는) 넘겨 던진다

περιπλάσσει

(그는) 넘겨 던진다

쌍수 περιπλάσσετον

(너희 둘은) 넘겨 던진다

περιπλάσσετον

(그 둘은) 넘겨 던진다

복수 περιπλάσσομεν

(우리는) 넘겨 던진다

περιπλάσσετε

(너희는) 넘겨 던진다

περιπλάσσουσιν*

(그들은) 넘겨 던진다

접속법단수 περιπλάσσω

(나는) 넘겨 던지자

περιπλάσσῃς

(너는) 넘겨 던지자

περιπλάσσῃ

(그는) 넘겨 던지자

쌍수 περιπλάσσητον

(너희 둘은) 넘겨 던지자

περιπλάσσητον

(그 둘은) 넘겨 던지자

복수 περιπλάσσωμεν

(우리는) 넘겨 던지자

περιπλάσσητε

(너희는) 넘겨 던지자

περιπλάσσωσιν*

(그들은) 넘겨 던지자

기원법단수 περιπλάσσοιμι

(나는) 넘겨 던지기를 (바라다)

περιπλάσσοις

(너는) 넘겨 던지기를 (바라다)

περιπλάσσοι

(그는) 넘겨 던지기를 (바라다)

쌍수 περιπλάσσοιτον

(너희 둘은) 넘겨 던지기를 (바라다)

περιπλασσοίτην

(그 둘은) 넘겨 던지기를 (바라다)

복수 περιπλάσσοιμεν

(우리는) 넘겨 던지기를 (바라다)

περιπλάσσοιτε

(너희는) 넘겨 던지기를 (바라다)

περιπλάσσοιεν

(그들은) 넘겨 던지기를 (바라다)

명령법단수 περιπλάσσε

(너는) 넘겨 던져라

περιπλασσέτω

(그는) 넘겨 던져라

쌍수 περιπλάσσετον

(너희 둘은) 넘겨 던져라

περιπλασσέτων

(그 둘은) 넘겨 던져라

복수 περιπλάσσετε

(너희는) 넘겨 던져라

περιπλασσόντων, περιπλασσέτωσαν

(그들은) 넘겨 던져라

부정사 περιπλάσσειν

넘겨 던지는 것

분사 남성여성중성
περιπλασσων

περιπλασσοντος

περιπλασσουσα

περιπλασσουσης

περιπλασσον

περιπλασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλάσσομαι

(나는) 넘겨 던져진다

περιπλάσσει, περιπλάσσῃ

(너는) 넘겨 던져진다

περιπλάσσεται

(그는) 넘겨 던져진다

쌍수 περιπλάσσεσθον

(너희 둘은) 넘겨 던져진다

περιπλάσσεσθον

(그 둘은) 넘겨 던져진다

복수 περιπλασσόμεθα

(우리는) 넘겨 던져진다

περιπλάσσεσθε

(너희는) 넘겨 던져진다

περιπλάσσονται

(그들은) 넘겨 던져진다

접속법단수 περιπλάσσωμαι

(나는) 넘겨 던져지자

περιπλάσσῃ

(너는) 넘겨 던져지자

περιπλάσσηται

(그는) 넘겨 던져지자

쌍수 περιπλάσσησθον

(너희 둘은) 넘겨 던져지자

περιπλάσσησθον

(그 둘은) 넘겨 던져지자

복수 περιπλασσώμεθα

(우리는) 넘겨 던져지자

περιπλάσσησθε

(너희는) 넘겨 던져지자

περιπλάσσωνται

(그들은) 넘겨 던져지자

기원법단수 περιπλασσοίμην

(나는) 넘겨 던져지기를 (바라다)

περιπλάσσοιο

(너는) 넘겨 던져지기를 (바라다)

περιπλάσσοιτο

(그는) 넘겨 던져지기를 (바라다)

쌍수 περιπλάσσοισθον

(너희 둘은) 넘겨 던져지기를 (바라다)

περιπλασσοίσθην

(그 둘은) 넘겨 던져지기를 (바라다)

복수 περιπλασσοίμεθα

(우리는) 넘겨 던져지기를 (바라다)

περιπλάσσοισθε

(너희는) 넘겨 던져지기를 (바라다)

περιπλάσσοιντο

(그들은) 넘겨 던져지기를 (바라다)

명령법단수 περιπλάσσου

(너는) 넘겨 던져져라

περιπλασσέσθω

(그는) 넘겨 던져져라

쌍수 περιπλάσσεσθον

(너희 둘은) 넘겨 던져져라

περιπλασσέσθων

(그 둘은) 넘겨 던져져라

복수 περιπλάσσεσθε

(너희는) 넘겨 던져져라

περιπλασσέσθων, περιπλασσέσθωσαν

(그들은) 넘겨 던져져라

부정사 περιπλάσσεσθαι

넘겨 던져지는 것

분사 남성여성중성
περιπλασσομενος

περιπλασσομενου

περιπλασσομενη

περιπλασσομενης

περιπλασσομενον

περιπλασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλάσω

(나는) 넘겨 던지겠다

περιπλάσεις

(너는) 넘겨 던지겠다

περιπλάσει

(그는) 넘겨 던지겠다

쌍수 περιπλάσετον

(너희 둘은) 넘겨 던지겠다

περιπλάσετον

(그 둘은) 넘겨 던지겠다

복수 περιπλάσομεν

(우리는) 넘겨 던지겠다

περιπλάσετε

(너희는) 넘겨 던지겠다

περιπλάσουσιν*

(그들은) 넘겨 던지겠다

기원법단수 περιπλάσοιμι

(나는) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

περιπλάσοις

(너는) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

περιπλάσοι

(그는) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

쌍수 περιπλάσοιτον

(너희 둘은) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

περιπλασοίτην

(그 둘은) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

복수 περιπλάσοιμεν

(우리는) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

περιπλάσοιτε

(너희는) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

περιπλάσοιεν

(그들은) 넘겨 던지겠기를 (바라다)

부정사 περιπλάσειν

넘겨 던질 것

분사 남성여성중성
περιπλασων

περιπλασοντος

περιπλασουσα

περιπλασουσης

περιπλασον

περιπλασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπλάσομαι

(나는) 넘겨 던져지겠다

περιπλάσει, περιπλάσῃ

(너는) 넘겨 던져지겠다

περιπλάσεται

(그는) 넘겨 던져지겠다

쌍수 περιπλάσεσθον

(너희 둘은) 넘겨 던져지겠다

περιπλάσεσθον

(그 둘은) 넘겨 던져지겠다

복수 περιπλασόμεθα

(우리는) 넘겨 던져지겠다

περιπλάσεσθε

(너희는) 넘겨 던져지겠다

περιπλάσονται

(그들은) 넘겨 던져지겠다

기원법단수 περιπλασοίμην

(나는) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

περιπλάσοιο

(너는) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

περιπλάσοιτο

(그는) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

쌍수 περιπλάσοισθον

(너희 둘은) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

περιπλασοίσθην

(그 둘은) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

복수 περιπλασοίμεθα

(우리는) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

περιπλάσοισθε

(너희는) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

περιπλάσοιντο

(그들은) 넘겨 던져지겠기를 (바라다)

부정사 περιπλάσεσθαι

넘겨 던져질 것

분사 남성여성중성
περιπλασομενος

περιπλασομενου

περιπλασομενη

περιπλασομενης

περιπλασομενον

περιπλασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέπλασσον

(나는) 넘겨 던지고 있었다

περιέπλασσες

(너는) 넘겨 던지고 있었다

περιέπλασσεν*

(그는) 넘겨 던지고 있었다

쌍수 περιεπλάσσετον

(너희 둘은) 넘겨 던지고 있었다

περιεπλασσέτην

(그 둘은) 넘겨 던지고 있었다

복수 περιεπλάσσομεν

(우리는) 넘겨 던지고 있었다

περιεπλάσσετε

(너희는) 넘겨 던지고 있었다

περιέπλασσον

(그들은) 넘겨 던지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεπλασσόμην

(나는) 넘겨 던져지고 있었다

περιεπλάσσου

(너는) 넘겨 던져지고 있었다

περιεπλάσσετο

(그는) 넘겨 던져지고 있었다

쌍수 περιεπλάσσεσθον

(너희 둘은) 넘겨 던져지고 있었다

περιεπλασσέσθην

(그 둘은) 넘겨 던져지고 있었다

복수 περιεπλασσόμεθα

(우리는) 넘겨 던져지고 있었다

περιεπλάσσεσθε

(너희는) 넘겨 던져지고 있었다

περιεπλάσσοντο

(그들은) 넘겨 던져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 넘겨 던지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION