헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπείρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπείρω

형태분석: περι (접두사) + πείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 찌르다, 꿰뚫다, 뚫다
  1. to pierce as with a spit, to pierce

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπείρω

(나는) 찌른다

περιπείρεις

(너는) 찌른다

περιπείρει

(그는) 찌른다

쌍수 περιπείρετον

(너희 둘은) 찌른다

περιπείρετον

(그 둘은) 찌른다

복수 περιπείρομεν

(우리는) 찌른다

περιπείρετε

(너희는) 찌른다

περιπείρουσιν*

(그들은) 찌른다

접속법단수 περιπείρω

(나는) 찌르자

περιπείρῃς

(너는) 찌르자

περιπείρῃ

(그는) 찌르자

쌍수 περιπείρητον

(너희 둘은) 찌르자

περιπείρητον

(그 둘은) 찌르자

복수 περιπείρωμεν

(우리는) 찌르자

περιπείρητε

(너희는) 찌르자

περιπείρωσιν*

(그들은) 찌르자

기원법단수 περιπείροιμι

(나는) 찌르기를 (바라다)

περιπείροις

(너는) 찌르기를 (바라다)

περιπείροι

(그는) 찌르기를 (바라다)

쌍수 περιπείροιτον

(너희 둘은) 찌르기를 (바라다)

περιπειροίτην

(그 둘은) 찌르기를 (바라다)

복수 περιπείροιμεν

(우리는) 찌르기를 (바라다)

περιπείροιτε

(너희는) 찌르기를 (바라다)

περιπείροιεν

(그들은) 찌르기를 (바라다)

명령법단수 περιπείρε

(너는) 찔러라

περιπειρέτω

(그는) 찔러라

쌍수 περιπείρετον

(너희 둘은) 찔러라

περιπειρέτων

(그 둘은) 찔러라

복수 περιπείρετε

(너희는) 찔러라

περιπειρόντων, περιπειρέτωσαν

(그들은) 찔러라

부정사 περιπείρειν

찌르는 것

분사 남성여성중성
περιπειρων

περιπειροντος

περιπειρουσα

περιπειρουσης

περιπειρον

περιπειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπείρομαι

(나는) 찔린다

περιπείρει, περιπείρῃ

(너는) 찔린다

περιπείρεται

(그는) 찔린다

쌍수 περιπείρεσθον

(너희 둘은) 찔린다

περιπείρεσθον

(그 둘은) 찔린다

복수 περιπειρόμεθα

(우리는) 찔린다

περιπείρεσθε

(너희는) 찔린다

περιπείρονται

(그들은) 찔린다

접속법단수 περιπείρωμαι

(나는) 찔리자

περιπείρῃ

(너는) 찔리자

περιπείρηται

(그는) 찔리자

쌍수 περιπείρησθον

(너희 둘은) 찔리자

περιπείρησθον

(그 둘은) 찔리자

복수 περιπειρώμεθα

(우리는) 찔리자

περιπείρησθε

(너희는) 찔리자

περιπείρωνται

(그들은) 찔리자

기원법단수 περιπειροίμην

(나는) 찔리기를 (바라다)

περιπείροιο

(너는) 찔리기를 (바라다)

περιπείροιτο

(그는) 찔리기를 (바라다)

쌍수 περιπείροισθον

(너희 둘은) 찔리기를 (바라다)

περιπειροίσθην

(그 둘은) 찔리기를 (바라다)

복수 περιπειροίμεθα

(우리는) 찔리기를 (바라다)

περιπείροισθε

(너희는) 찔리기를 (바라다)

περιπείροιντο

(그들은) 찔리기를 (바라다)

명령법단수 περιπείρου

(너는) 찔려라

περιπειρέσθω

(그는) 찔려라

쌍수 περιπείρεσθον

(너희 둘은) 찔려라

περιπειρέσθων

(그 둘은) 찔려라

복수 περιπείρεσθε

(너희는) 찔려라

περιπειρέσθων, περιπειρέσθωσαν

(그들은) 찔려라

부정사 περιπείρεσθαι

찔리는 것

분사 남성여성중성
περιπειρομενος

περιπειρομενου

περιπειρομενη

περιπειρομενης

περιπειρομενον

περιπειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέπειρον

(나는) 찌르고 있었다

περιέπειρες

(너는) 찌르고 있었다

περιέπειρεν*

(그는) 찌르고 있었다

쌍수 περιεπείρετον

(너희 둘은) 찌르고 있었다

περιεπειρέτην

(그 둘은) 찌르고 있었다

복수 περιεπείρομεν

(우리는) 찌르고 있었다

περιεπείρετε

(너희는) 찌르고 있었다

περιέπειρον

(그들은) 찌르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεπειρόμην

(나는) 찔리고 있었다

περιεπείρου

(너는) 찔리고 있었다

περιεπείρετο

(그는) 찔리고 있었다

쌍수 περιεπείρεσθον

(너희 둘은) 찔리고 있었다

περιεπειρέσθην

(그 둘은) 찔리고 있었다

복수 περιεπειρόμεθα

(우리는) 찔리고 있었다

περιεπείρεσθε

(너희는) 찔리고 있었다

περιεπείροντο

(그들은) 찔리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 찌르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION