Ancient Greek-English Dictionary Language

περικρούω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περικρούω περικρούσω

Structure: περι (Prefix) + κρού (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to strike off all round, having, knocked off, stript

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικρούω περικρούεις περικρούει
Dual περικρούετον περικρούετον
Plural περικρούομεν περικρούετε περικρούουσιν*
SubjunctiveSingular περικρούω περικρούῃς περικρούῃ
Dual περικρούητον περικρούητον
Plural περικρούωμεν περικρούητε περικρούωσιν*
OptativeSingular περικρούοιμι περικρούοις περικρούοι
Dual περικρούοιτον περικρουοίτην
Plural περικρούοιμεν περικρούοιτε περικρούοιεν
ImperativeSingular περικρούε περικρουέτω
Dual περικρούετον περικρουέτων
Plural περικρούετε περικρουόντων, περικρουέτωσαν
Infinitive περικρούειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικρουων περικρουοντος περικρουουσα περικρουουσης περικρουον περικρουοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικρούομαι περικρούει, περικρούῃ περικρούεται
Dual περικρούεσθον περικρούεσθον
Plural περικρουόμεθα περικρούεσθε περικρούονται
SubjunctiveSingular περικρούωμαι περικρούῃ περικρούηται
Dual περικρούησθον περικρούησθον
Plural περικρουώμεθα περικρούησθε περικρούωνται
OptativeSingular περικρουοίμην περικρούοιο περικρούοιτο
Dual περικρούοισθον περικρουοίσθην
Plural περικρουοίμεθα περικρούοισθε περικρούοιντο
ImperativeSingular περικρούου περικρουέσθω
Dual περικρούεσθον περικρουέσθων
Plural περικρούεσθε περικρουέσθων, περικρουέσθωσαν
Infinitive περικρούεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικρουομενος περικρουομενου περικρουομενη περικρουομενης περικρουομενον περικρουομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικρούσω περικρούσεις περικρούσει
Dual περικρούσετον περικρούσετον
Plural περικρούσομεν περικρούσετε περικρούσουσιν*
OptativeSingular περικρούσοιμι περικρούσοις περικρούσοι
Dual περικρούσοιτον περικρουσοίτην
Plural περικρούσοιμεν περικρούσοιτε περικρούσοιεν
Infinitive περικρούσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικρουσων περικρουσοντος περικρουσουσα περικρουσουσης περικρουσον περικρουσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικρούσομαι περικρούσει, περικρούσῃ περικρούσεται
Dual περικρούσεσθον περικρούσεσθον
Plural περικρουσόμεθα περικρούσεσθε περικρούσονται
OptativeSingular περικρουσοίμην περικρούσοιο περικρούσοιτο
Dual περικρούσοισθον περικρουσοίσθην
Plural περικρουσοίμεθα περικρούσοισθε περικρούσοιντο
Infinitive περικρούσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικρουσομενος περικρουσομενου περικρουσομενη περικρουσομενης περικρουσομενον περικρουσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἄλλοσ δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται τοκιστὴσ ἢ πραγματευτὴσ Κορίνθιοσ, εἶτα Πατρεύσ, εἶτ̓ Ἀθηναῖοσ, ἄχρι ἂν ὑπὸ πάντων περικρουόμενοσ εἰσ τόκουσ διαλυθῇ καὶ κατακερματισθῇ. (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 7 14:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION