Ancient Greek-English Dictionary Language

περικαταρρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: περικαταρρέω

Structure: περι (Prefix) + καταρρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall in and go to ruin

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικατάρρω περικατάρρεις περικατάρρει
Dual περικατάρρειτον περικατάρρειτον
Plural περικατάρρουμεν περικατάρρειτε περικατάρρουσιν*
SubjunctiveSingular περικατάρρω περικατάρρῃς περικατάρρῃ
Dual περικατάρρητον περικατάρρητον
Plural περικατάρρωμεν περικατάρρητε περικατάρρωσιν*
OptativeSingular περικατάρροιμι περικατάρροις περικατάρροι
Dual περικατάρροιτον περικαταρροίτην
Plural περικατάρροιμεν περικατάρροιτε περικατάρροιεν
ImperativeSingular περικατᾶρρει περικαταρρεῖτω
Dual περικατάρρειτον περικαταρρεῖτων
Plural περικατάρρειτε περικαταρροῦντων, περικαταρρεῖτωσαν
Infinitive περικατάρρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περικαταρρων περικαταρρουντος περικαταρρουσα περικαταρρουσης περικαταρρουν περικαταρρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περικατάρρουμαι περικατάρρει, περικατάρρῃ περικατάρρειται
Dual περικατάρρεισθον περικατάρρεισθον
Plural περικαταρροῦμεθα περικατάρρεισθε περικατάρρουνται
SubjunctiveSingular περικατάρρωμαι περικατάρρῃ περικατάρρηται
Dual περικατάρρησθον περικατάρρησθον
Plural περικαταρρώμεθα περικατάρρησθε περικατάρρωνται
OptativeSingular περικαταρροίμην περικατάρροιο περικατάρροιτο
Dual περικατάρροισθον περικαταρροίσθην
Plural περικαταρροίμεθα περικατάρροισθε περικατάρροιντο
ImperativeSingular περικατάρρου περικαταρρεῖσθω
Dual περικατάρρεισθον περικαταρρεῖσθων
Plural περικατάρρεισθε περικαταρρεῖσθων, περικαταρρεῖσθωσαν
Infinitive περικατάρρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περικαταρρουμενος περικαταρρουμενου περικαταρρουμενη περικαταρρουμενης περικαταρρουμενον περικαταρρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fall in and go to ruin

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION