Ancient Greek-English Dictionary Language

περιδεής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περιδεής περιδεές

Structure: περιδεη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: de/os

Sense

  1. very timid or fearful, of or for, in great fear

Examples

  • ἔφη ὁ βασιλεύσ, μάλα περιδεὴσ γενόμενοσ· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 49:5)
  • οὗ δὴ περιδεὴσ Διονύσιοσ γενόμενοσ ἅπαντα συνεχώρησεν καὶ ἔτι πλείω τοῖσ τότε συλλεχθεῖσι τῶν πελταστῶν. (Plato, Epistles, Letter 7 161:1)
  • ὁ δὲ ἀναστὰσ καὶ γενόμενοσ περιδεὴσ τῶν ὑπερπετομένων ὀρνέων τὰσ φωνὰσ συνίει, καὶ παρ’ ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖσ ἀνθρώποισ τὰ μέλλοντα. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 11:4)
  • τοῦ γὰρ Ἀσκανίου παραλαβόντοσ τὴν βασιλείαν περιδεὴσ ἡ Λαῦνα γενομένη μή τι δεινὸν ὑπ’ αὐτοῦ πάθῃ κατὰ τὸ τῆσ μητρυιᾶσ ὄνομα, ἐγκύμων οὖσα δίδωσιν ἑαυτὴν Τυρρηνῷ τινι συοφορβίων ἐπιμελητῇ βασιλικῶν, ὃν ᾔδει Λατίνῳ γενόμενον ἐν τοῖσ μάλιστα προσήγορον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 70 2:1)
  • τῆσ δὲ διαφορᾶσ καθ’ ἡμέραν αὐξομένησ ὁ Σέλευκοσ ἀναλογιζόμενοσ τὰ Πίθωνι συμβάντα περιδεὴσ ἦν μήποτε προφάσεωσ λαβόμενοσ ὁ Ἀντίγονοσ ἀνελεῖν αὐτὸν ἐπιχειρήσῃ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 55 4:1)

Synonyms

  1. very timid or fearful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION