πέρασις
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
πέρασις
πέρασεως
형태분석:
περασι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 교차로, 횡단
- a crossing, passage from
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔλαθε γὰρ καὶ τούτουσ ὁ θεὸσ τοῖσ τῶν σωμάτων πέρασιν ὕστερον, ἀπειργασμένησ ἤδη τῆσ ψυχῆσ, χρώμενοσ ἐπὶ τὴν τῆσ ὕλησ διαμόρφωσιν, τὸ σκεδαστὸν αὐτῆσ καὶ ἀσύνδετον ὁρίζων καὶ περιλαμβάνων ταῖσ ἐκ τῶν τριγώνων συναρμοττομένων ἐπιφανείαισ. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 3 3:2)
(플루타르코스, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 3 3:2)
- συνεχῆ τοῖσ πέρασιν ὄντα δύο σώματα μὴ πάσχειν ὑπ’ ἀλλήλων, εἰ δὲ πάσχειν, μὴ ἀναπίμπλασθαι τῆσ τοῦ κρείττονοσ δυνάμεωσ τὸ ἧττον οὔτε τὴν φύσιν ἔχει λόγον ἐφεξῆσ τῷ φθείροντι τάξαι τὸ φθειρόμενον, ὥσπερ οὐ κοινωνίασ οὖσαν οὐδ’ ἁρμονίασ ἀλλὰ πολέμου καὶ μάχησ δημιουργόν. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 15 6:1)
(플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 15 6:1)
- ἔλαθε γὰρ καὶ τούτουσ ὁ θεὸσ τοῖσ τῶν σωμάτων πέρασιν ὕστερον, ἀπειργασμένησ ἤδη τῆσ ψυχῆσ, χρώμενοσ ἐπὶ τὴν τῆσ ὕλησ διαμόρφωσιν, τὸ σκεδαστὸν αὐτῆσ καὶ ἀσύνδετον ὁρίζων καὶ περιλαμβάνων ταῖσ ἐκ τῶν τριγώνων συναρμοττομένων ἐπιφανείαισ. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 22 3:1)
(플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 22 3:1)
- φθορὰσ μὲν γὰρ ἀσωμάτων καὶ γενέσεισ οὐδ’ αὐτοὶ καταλείπουσι κρᾶσισ δὲ καὶ συναφὴ σωμάτων ἰδίοισ χρωμένων πέρασιν οὐκ ἂν γένοιτο τὸ γὰρ πέρασ ὁρίζει καὶ ἵστησι τὴν τοῦ σώματοσ φύσιν· (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 40 7:1)
(플루타르코스, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 40 7:1)
- ἀλλά μοι, θεαί, βίου κατ’ ὀμφὰσ τὰσ Ἀπόλλωνοσ δότε πέρασιν ἤδη καὶ καταστροφήν τινα, εἰ μὴ δοκῶ τι μειόνωσ ἔχειν, ἀεὶ μόχθοισ λατρεύων τοῖσ ὑπερτάτοισ βροτῶν. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 3:9)
(소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 3:9)
유의어
-
교차로
- διάβασις (문자, 입구, 통과)
- ὑπερβολή (문자, 입구, 통과)
- πορεία (문자, 입구, 통과)
- πορθμός (문자, 입구, 통과)
- πορθμεῖον (나루, 수송선, 나룻배)