- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πάσσαλος?

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: passalos 고전 발음: [빠살로] 신약 발음: [빠살로]

기본형: πάσσαλος

어원: πήγνυμι

  1. 못, 쐐기
  1. a peg
  2. a gag

예문

  • καὶ πάσσαλος ἔσται σοι ἐπὶ τῆς ζώνης σου, καὶ ἔσται ὅταν διακαθιζάνῃς ἔξω, καὶ ὀρύξεις ἐν αὐτῷ καὶ ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 23:14)

    (70인역 성경, 신명기 23:14)

  • καὶ ἰδοὺ Βαρὰκ διώκων τὸν Σισάρα, καὶ ἐξῆλθεν Ἰαὴλ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ. δεῦρο καὶ δείξω σοι τὸν ἄνδρα, ὃν σὺ ζητεῖς. καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἰδοὺ Σισάρα ἐρριμμένος νεκρὸς καὶ ὁ πάσσαλος ἐν τῷ κροτάφῳ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 4:22)

    (70인역 성경, 판관기 4:22)

  • ἀναμέσον ἁρμῶν λίθων παγήσεται πάσσαλος, καὶ ἀναμέσον πράσεως καὶ ἀγορασμοῦ συντριβήσεται ἁμαρτία. (Septuagint, Liber Sirach 27:2)

    (70인역 성경, Liber Sirach 27:2)

  • εἰς τοὺς αὐτούς εἴ σ1, ἄπληστε, τάφων δηλήμονα τοῖον ἐώλπειν, πάσσαλος ἂν τῇδε καὶ τροχὸς ἐκρέματο. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2281)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2281)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION