Ancient Greek-English Dictionary Language

παρομαρτέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παρομαρτέω παρομαρτήσω

Structure: παρ (Prefix) + ὁμαρτέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to accompany

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρομάρτω παρομάρτεις παρομάρτει
Dual παρομάρτειτον παρομάρτειτον
Plural παρομάρτουμεν παρομάρτειτε παρομάρτουσιν*
SubjunctiveSingular παρομάρτω παρομάρτῃς παρομάρτῃ
Dual παρομάρτητον παρομάρτητον
Plural παρομάρτωμεν παρομάρτητε παρομάρτωσιν*
OptativeSingular παρομάρτοιμι παρομάρτοις παρομάρτοι
Dual παρομάρτοιτον παρομαρτοίτην
Plural παρομάρτοιμεν παρομάρτοιτε παρομάρτοιεν
ImperativeSingular παρομᾶρτει παρομαρτεῖτω
Dual παρομάρτειτον παρομαρτεῖτων
Plural παρομάρτειτε παρομαρτοῦντων, παρομαρτεῖτωσαν
Infinitive παρομάρτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρομαρτων παρομαρτουντος παρομαρτουσα παρομαρτουσης παρομαρτουν παρομαρτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρομάρτουμαι παρομάρτει, παρομάρτῃ παρομάρτειται
Dual παρομάρτεισθον παρομάρτεισθον
Plural παρομαρτοῦμεθα παρομάρτεισθε παρομάρτουνται
SubjunctiveSingular παρομάρτωμαι παρομάρτῃ παρομάρτηται
Dual παρομάρτησθον παρομάρτησθον
Plural παρομαρτώμεθα παρομάρτησθε παρομάρτωνται
OptativeSingular παρομαρτοίμην παρομάρτοιο παρομάρτοιτο
Dual παρομάρτοισθον παρομαρτοίσθην
Plural παρομαρτοίμεθα παρομάρτοισθε παρομάρτοιντο
ImperativeSingular παρομάρτου παρομαρτεῖσθω
Dual παρομάρτεισθον παρομαρτεῖσθων
Plural παρομάρτεισθε παρομαρτεῖσθων, παρομαρτεῖσθωσαν
Infinitive παρομάρτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρομαρτουμενος παρομαρτουμενου παρομαρτουμενη παρομαρτουμενης παρομαρτουμενον παρομαρτουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀπῆλθον οὖν εἰσ τὴν ὑστεραίαν συνθέμενοι εἰσ τέλοσ ἐπεξελεύσεσθαι τὸ σκέμμα, κἀγὼ παρομαρτῶν τοῖσ πολλοῖσ ἐπήκουον μεταξὺ ἀπιόντων οἴκαδε παρ’ αὑτοὺσ ἐπαινούντων τὰ τοῦ Δάμιδοσ καὶ ἤδη παρὰ πολὺ αἱρουμένων τὰ ἐκείνου· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 17:8)

Synonyms

  1. to accompany

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION