헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρομαρτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρομαρτέω παρομαρτήσω

형태분석: παρ (접두사) + ὁμαρτέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잇따르다, 우회시키다
  1. to accompany

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρομάρτω

(나는) 잇따른다

παρομάρτεις

(너는) 잇따른다

παρομάρτει

(그는) 잇따른다

쌍수 παρομάρτειτον

(너희 둘은) 잇따른다

παρομάρτειτον

(그 둘은) 잇따른다

복수 παρομάρτουμεν

(우리는) 잇따른다

παρομάρτειτε

(너희는) 잇따른다

παρομάρτουσιν*

(그들은) 잇따른다

접속법단수 παρομάρτω

(나는) 잇따르자

παρομάρτῃς

(너는) 잇따르자

παρομάρτῃ

(그는) 잇따르자

쌍수 παρομάρτητον

(너희 둘은) 잇따르자

παρομάρτητον

(그 둘은) 잇따르자

복수 παρομάρτωμεν

(우리는) 잇따르자

παρομάρτητε

(너희는) 잇따르자

παρομάρτωσιν*

(그들은) 잇따르자

기원법단수 παρομάρτοιμι

(나는) 잇따르기를 (바라다)

παρομάρτοις

(너는) 잇따르기를 (바라다)

παρομάρτοι

(그는) 잇따르기를 (바라다)

쌍수 παρομάρτοιτον

(너희 둘은) 잇따르기를 (바라다)

παρομαρτοίτην

(그 둘은) 잇따르기를 (바라다)

복수 παρομάρτοιμεν

(우리는) 잇따르기를 (바라다)

παρομάρτοιτε

(너희는) 잇따르기를 (바라다)

παρομάρτοιεν

(그들은) 잇따르기를 (바라다)

명령법단수 παρομᾶρτει

(너는) 잇따라라

παρομαρτεῖτω

(그는) 잇따라라

쌍수 παρομάρτειτον

(너희 둘은) 잇따라라

παρομαρτεῖτων

(그 둘은) 잇따라라

복수 παρομάρτειτε

(너희는) 잇따라라

παρομαρτοῦντων, παρομαρτεῖτωσαν

(그들은) 잇따라라

부정사 παρομάρτειν

잇따르는 것

분사 남성여성중성
παρομαρτων

παρομαρτουντος

παρομαρτουσα

παρομαρτουσης

παρομαρτουν

παρομαρτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρομάρτουμαι

(나는) 잇따르여진다

παρομάρτει, παρομάρτῃ

(너는) 잇따르여진다

παρομάρτειται

(그는) 잇따르여진다

쌍수 παρομάρτεισθον

(너희 둘은) 잇따르여진다

παρομάρτεισθον

(그 둘은) 잇따르여진다

복수 παρομαρτοῦμεθα

(우리는) 잇따르여진다

παρομάρτεισθε

(너희는) 잇따르여진다

παρομάρτουνται

(그들은) 잇따르여진다

접속법단수 παρομάρτωμαι

(나는) 잇따르여지자

παρομάρτῃ

(너는) 잇따르여지자

παρομάρτηται

(그는) 잇따르여지자

쌍수 παρομάρτησθον

(너희 둘은) 잇따르여지자

παρομάρτησθον

(그 둘은) 잇따르여지자

복수 παρομαρτώμεθα

(우리는) 잇따르여지자

παρομάρτησθε

(너희는) 잇따르여지자

παρομάρτωνται

(그들은) 잇따르여지자

기원법단수 παρομαρτοίμην

(나는) 잇따르여지기를 (바라다)

παρομάρτοιο

(너는) 잇따르여지기를 (바라다)

παρομάρτοιτο

(그는) 잇따르여지기를 (바라다)

쌍수 παρομάρτοισθον

(너희 둘은) 잇따르여지기를 (바라다)

παρομαρτοίσθην

(그 둘은) 잇따르여지기를 (바라다)

복수 παρομαρτοίμεθα

(우리는) 잇따르여지기를 (바라다)

παρομάρτοισθε

(너희는) 잇따르여지기를 (바라다)

παρομάρτοιντο

(그들은) 잇따르여지기를 (바라다)

명령법단수 παρομάρτου

(너는) 잇따르여져라

παρομαρτεῖσθω

(그는) 잇따르여져라

쌍수 παρομάρτεισθον

(너희 둘은) 잇따르여져라

παρομαρτεῖσθων

(그 둘은) 잇따르여져라

복수 παρομάρτεισθε

(너희는) 잇따르여져라

παρομαρτεῖσθων, παρομαρτεῖσθωσαν

(그들은) 잇따르여져라

부정사 παρομάρτεισθαι

잇따르여지는 것

분사 남성여성중성
παρομαρτουμενος

παρομαρτουμενου

παρομαρτουμενη

παρομαρτουμενης

παρομαρτουμενον

παρομαρτουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρώμαρτουν

(나는) 잇따르고 있었다

παρώμαρτεις

(너는) 잇따르고 있었다

παρώμαρτειν*

(그는) 잇따르고 있었다

쌍수 παρωμᾶρτειτον

(너희 둘은) 잇따르고 있었다

παρωμάρτειτην

(그 둘은) 잇따르고 있었다

복수 παρωμᾶρτουμεν

(우리는) 잇따르고 있었다

παρωμᾶρτειτε

(너희는) 잇따르고 있었다

παρώμαρτουν

(그들은) 잇따르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρωμάρτουμην

(나는) 잇따르여지고 있었다

παρωμᾶρτου

(너는) 잇따르여지고 있었다

παρωμᾶρτειτο

(그는) 잇따르여지고 있었다

쌍수 παρωμᾶρτεισθον

(너희 둘은) 잇따르여지고 있었다

παρωμάρτεισθην

(그 둘은) 잇따르여지고 있었다

복수 παρωμάρτουμεθα

(우리는) 잇따르여지고 있었다

παρωμᾶρτεισθε

(너희는) 잇따르여지고 있었다

παρωμᾶρτουντο

(그들은) 잇따르여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπῆλθον οὖν εἰσ τὴν ὑστεραίαν συνθέμενοι εἰσ τέλοσ ἐπεξελεύσεσθαι τὸ σκέμμα, κἀγὼ παρομαρτῶν τοῖσ πολλοῖσ ἐπήκουον μεταξὺ ἀπιόντων οἴκαδε παρ’ αὑτοὺσ ἐπαινούντων τὰ τοῦ Δάμιδοσ καὶ ἤδη παρὰ πολὺ αἱρουμένων τὰ ἐκείνου· (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 17:8)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 17:8)

유의어

  1. 잇따르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION