Ancient Greek-English Dictionary Language

συντερετίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συντερετίζω

Structure: συν (Prefix) + τερετίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to whistle an accompaniment

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντερετίζω συντερετίζεις συντερετίζει
Dual συντερετίζετον συντερετίζετον
Plural συντερετίζομεν συντερετίζετε συντερετίζουσιν*
SubjunctiveSingular συντερετίζω συντερετίζῃς συντερετίζῃ
Dual συντερετίζητον συντερετίζητον
Plural συντερετίζωμεν συντερετίζητε συντερετίζωσιν*
OptativeSingular συντερετίζοιμι συντερετίζοις συντερετίζοι
Dual συντερετίζοιτον συντερετιζοίτην
Plural συντερετίζοιμεν συντερετίζοιτε συντερετίζοιεν
ImperativeSingular συντερέτιζε συντερετιζέτω
Dual συντερετίζετον συντερετιζέτων
Plural συντερετίζετε συντερετιζόντων, συντερετιζέτωσαν
Infinitive συντερετίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συντερετιζων συντερετιζοντος συντερετιζουσα συντερετιζουσης συντερετιζον συντερετιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συντερετίζομαι συντερετίζει, συντερετίζῃ συντερετίζεται
Dual συντερετίζεσθον συντερετίζεσθον
Plural συντερετιζόμεθα συντερετίζεσθε συντερετίζονται
SubjunctiveSingular συντερετίζωμαι συντερετίζῃ συντερετίζηται
Dual συντερετίζησθον συντερετίζησθον
Plural συντερετιζώμεθα συντερετίζησθε συντερετίζωνται
OptativeSingular συντερετιζοίμην συντερετίζοιο συντερετίζοιτο
Dual συντερετίζοισθον συντερετιζοίσθην
Plural συντερετιζοίμεθα συντερετίζοισθε συντερετίζοιντο
ImperativeSingular συντερετίζου συντερετιζέσθω
Dual συντερετίζεσθον συντερετιζέσθων
Plural συντερετίζεσθε συντερετιζέσθων, συντερετιζέσθωσαν
Infinitive συντερετίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συντερετιζομενος συντερετιζομενου συντερετιζομενη συντερετιζομενης συντερετιζομενον συντερετιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ αὐλούμενοσ δὲ κροτεῖν ταῖσ χερσὶ μόνοσ τῶν ἄλλων καὶ συντερετίζειν καὶ ἐπιτιμᾶν τῇ αὐλητρίδι, τί οὐ ταχὺ παύσαιτο. (Theophrastus, Characters, 10:2)

Synonyms

  1. to whistle an accompaniment

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION