헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παριδρύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παριδρύω

형태분석: παρ (접두사) + ἱδρύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to set up beside

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παριδρύω

παριδρύεις

παριδρύει

쌍수 παριδρύετον

παριδρύετον

복수 παριδρύομεν

παριδρύετε

παριδρύουσιν*

접속법단수 παριδρύω

παριδρύῃς

παριδρύῃ

쌍수 παριδρύητον

παριδρύητον

복수 παριδρύωμεν

παριδρύητε

παριδρύωσιν*

기원법단수 παριδρύοιμι

παριδρύοις

παριδρύοι

쌍수 παριδρύοιτον

παριδρυοίτην

복수 παριδρύοιμεν

παριδρύοιτε

παριδρύοιεν

명령법단수 παρίδρυε

παριδρυέτω

쌍수 παριδρύετον

παριδρυέτων

복수 παριδρύετε

παριδρυόντων, παριδρυέτωσαν

부정사 παριδρύειν

분사 남성여성중성
παριδρυων

παριδρυοντος

παριδρυουσα

παριδρυουσης

παριδρυον

παριδρυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παριδρύομαι

παριδρύει, παριδρύῃ

παριδρύεται

쌍수 παριδρύεσθον

παριδρύεσθον

복수 παριδρυόμεθα

παριδρύεσθε

παριδρύονται

접속법단수 παριδρύωμαι

παριδρύῃ

παριδρύηται

쌍수 παριδρύησθον

παριδρύησθον

복수 παριδρυώμεθα

παριδρύησθε

παριδρύωνται

기원법단수 παριδρυοίμην

παριδρύοιο

παριδρύοιτο

쌍수 παριδρύοισθον

παριδρυοίσθην

복수 παριδρυοίμεθα

παριδρύοισθε

παριδρύοιντο

명령법단수 παριδρύου

παριδρυέσθω

쌍수 παριδρύεσθον

παριδρυέσθων

복수 παριδρύεσθε

παριδρυέσθων, παριδρυέσθωσαν

부정사 παριδρύεσθαι

분사 남성여성중성
παριδρυομενος

παριδρυομενου

παριδρυομενη

παριδρυομενης

παριδρυομενον

παριδρυομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to set up beside

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION