헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνιδρύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνιδρύω ἐνιδρύσω

형태분석: ἐν (접두사) + ἱδρύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to set in, to found or build for oneself, to be placed or settled in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνιδρύω

ἐνιδρύεις

ἐνιδρύει

쌍수 ἐνιδρύετον

ἐνιδρύετον

복수 ἐνιδρύομεν

ἐνιδρύετε

ἐνιδρύουσιν*

접속법단수 ἐνιδρύω

ἐνιδρύῃς

ἐνιδρύῃ

쌍수 ἐνιδρύητον

ἐνιδρύητον

복수 ἐνιδρύωμεν

ἐνιδρύητε

ἐνιδρύωσιν*

기원법단수 ἐνιδρύοιμι

ἐνιδρύοις

ἐνιδρύοι

쌍수 ἐνιδρύοιτον

ἐνιδρυοίτην

복수 ἐνιδρύοιμεν

ἐνιδρύοιτε

ἐνιδρύοιεν

명령법단수 ἐνίδρυε

ἐνιδρυέτω

쌍수 ἐνιδρύετον

ἐνιδρυέτων

복수 ἐνιδρύετε

ἐνιδρυόντων, ἐνιδρυέτωσαν

부정사 ἐνιδρύειν

분사 남성여성중성
ἐνιδρυων

ἐνιδρυοντος

ἐνιδρυουσα

ἐνιδρυουσης

ἐνιδρυον

ἐνιδρυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνιδρύομαι

ἐνιδρύει, ἐνιδρύῃ

ἐνιδρύεται

쌍수 ἐνιδρύεσθον

ἐνιδρύεσθον

복수 ἐνιδρυόμεθα

ἐνιδρύεσθε

ἐνιδρύονται

접속법단수 ἐνιδρύωμαι

ἐνιδρύῃ

ἐνιδρύηται

쌍수 ἐνιδρύησθον

ἐνιδρύησθον

복수 ἐνιδρυώμεθα

ἐνιδρύησθε

ἐνιδρύωνται

기원법단수 ἐνιδρυοίμην

ἐνιδρύοιο

ἐνιδρύοιτο

쌍수 ἐνιδρύοισθον

ἐνιδρυοίσθην

복수 ἐνιδρυοίμεθα

ἐνιδρύοισθε

ἐνιδρύοιντο

명령법단수 ἐνιδρύου

ἐνιδρυέσθω

쌍수 ἐνιδρύεσθον

ἐνιδρυέσθων

복수 ἐνιδρύεσθε

ἐνιδρυέσθων, ἐνιδρυέσθωσαν

부정사 ἐνιδρύεσθαι

분사 남성여성중성
ἐνιδρυομενος

ἐνιδρυομενου

ἐνιδρυομενη

ἐνιδρυομενης

ἐνιδρυομενον

ἐνιδρυομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to set in

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION