헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραστατέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραστατέω παραστατήσω

형태분석: παρ (접두사) + ἀστατέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지지하다, 지탱하다, 받치다, 받다
  1. to stand by or near
  2. to stand by, to support, succour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστάτω

παραστάτεις

παραστάτει

쌍수 παραστάτειτον

παραστάτειτον

복수 παραστάτουμεν

παραστάτειτε

παραστάτουσιν*

접속법단수 παραστάτω

παραστάτῃς

παραστάτῃ

쌍수 παραστάτητον

παραστάτητον

복수 παραστάτωμεν

παραστάτητε

παραστάτωσιν*

기원법단수 παραστάτοιμι

παραστάτοις

παραστάτοι

쌍수 παραστάτοιτον

παραστατοίτην

복수 παραστάτοιμεν

παραστάτοιτε

παραστάτοιεν

명령법단수 παραστᾶτει

παραστατεῖτω

쌍수 παραστάτειτον

παραστατεῖτων

복수 παραστάτειτε

παραστατοῦντων, παραστατεῖτωσαν

부정사 παραστάτειν

분사 남성여성중성
παραστατων

παραστατουντος

παραστατουσα

παραστατουσης

παραστατουν

παραστατουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστάτουμαι

παραστάτει, παραστάτῃ

παραστάτειται

쌍수 παραστάτεισθον

παραστάτεισθον

복수 παραστατοῦμεθα

παραστάτεισθε

παραστάτουνται

접속법단수 παραστάτωμαι

παραστάτῃ

παραστάτηται

쌍수 παραστάτησθον

παραστάτησθον

복수 παραστατώμεθα

παραστάτησθε

παραστάτωνται

기원법단수 παραστατοίμην

παραστάτοιο

παραστάτοιτο

쌍수 παραστάτοισθον

παραστατοίσθην

복수 παραστατοίμεθα

παραστάτοισθε

παραστάτοιντο

명령법단수 παραστάτου

παραστατεῖσθω

쌍수 παραστάτεισθον

παραστατεῖσθων

복수 παραστάτεισθε

παραστατεῖσθων, παραστατεῖσθωσαν

부정사 παραστάτεισθαι

분사 남성여성중성
παραστατουμενος

παραστατουμενου

παραστατουμενη

παραστατουμενης

παραστατουμενον

παραστατουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστατήσω

παραστατήσεις

παραστατήσει

쌍수 παραστατήσετον

παραστατήσετον

복수 παραστατήσομεν

παραστατήσετε

παραστατήσουσιν*

기원법단수 παραστατήσοιμι

παραστατήσοις

παραστατήσοι

쌍수 παραστατήσοιτον

παραστατησοίτην

복수 παραστατήσοιμεν

παραστατήσοιτε

παραστατήσοιεν

부정사 παραστατήσειν

분사 남성여성중성
παραστατησων

παραστατησοντος

παραστατησουσα

παραστατησουσης

παραστατησον

παραστατησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστατήσομαι

παραστατήσει, παραστατήσῃ

παραστατήσεται

쌍수 παραστατήσεσθον

παραστατήσεσθον

복수 παραστατησόμεθα

παραστατήσεσθε

παραστατήσονται

기원법단수 παραστατησοίμην

παραστατήσοιο

παραστατήσοιτο

쌍수 παραστατήσοισθον

παραστατησοίσθην

복수 παραστατησοίμεθα

παραστατήσοισθε

παραστατήσοιντο

부정사 παραστατήσεσθαι

분사 남성여성중성
παραστατησομενος

παραστατησομενου

παραστατησομενη

παραστατησομενης

παραστατησομενον

παραστατησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δέ, τῷδε σύμμαχοσ Κύπρισ δοκοῦσ’ ἀρωγὸσ ἐν πόνοισ παραστατεῖν, σαθροῖσ λόγοισιν ἐχθρὸν ἄνδρ’ ἀμείψομαι. (Euripides, Rhesus, episode 1:28)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:28)

  • ἀλλ’ ὦ παγκρατὲσ Ζεῦ ταῦτα κυρώσειασ, ὥσθ’ ἡμῖν θεοὺσ παραστατεῖν καίπερ γυναιξὶν οὔσαισ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parodos, lyric 2:3)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parodos, lyric 2:3)

  • οὐδ’ ἐν πατρῴασ μὴν χθονὸσ κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλασ. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 1:10)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 1:10)

  • ἡ δ’ αὖτε δυσφημοῦσα τὸν θεὸν καλεῖ οὐδὲν προσήκοντ’ ἐν γόοισ παραστατεῖν. (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 1 1:3)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, antistrophe 1 1:3)

유의어

  1. to stand by or near

  2. 지지하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION