- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακοίτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: parakoitēs 고전 발음: [빠라꼬떼:] 신약 발음: [빠라뀌떼]

기본형: παρακοίτης παρακοίτου

형태분석: παρακοιτ (어간) + ης (어미)

어원: κοιτή

  1. 남편, 배우자, 양반, 남, 결혼한 남성
  1. one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παρακοίτης

남편이

παρακοίτα

남편들이

παρακοῖται

남편들이

속격 παρακοίτου

남편의

παρακοίταιν

남편들의

παρακοιτῶν

남편들의

여격 παρακοίτῃ

남편에게

παρακοίταιν

남편들에게

παρακοίταις

남편들에게

대격 παρακοίτην

남편을

παρακοίτα

남편들을

παρακοίτας

남편들을

호격 παρακοῖτα

남편아

παρακοίτα

남편들아

παρακοῖται

남편들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὸς δ ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα Τριτογένειαν δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον Ἀτρυτώνην πότνιαν, ᾗ κέλαδοί τε ἅδον πόλεμοί τε μάχαι τε, Ἥρη δ Ἥφαιστον κλυτὸν οὐ φιλότητι μιγεῖσα γείνατο, καὶ ζαμένησε καὶ ἤρισε ᾧ παρακοίτῃ, ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον Οὐρανιώνων. (Hesiod, Theogony, Book Th. 91:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 91:1)

  • <Ἥρη δὲ ζαμένησε καὶ ἤρισε ᾧ παρακοίτῃ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 92:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 92:1)

  • ἐκ δέ με κείνης Πλακιδίη κόσμησε σὺν ὀλβίστῳ παρακοίτῃ: (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 123)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 123)

  • γυμνὸν δ εἶχε μέτωπον ἀναστέλλουσα δ ὀπωπὰς εἰνάλιον σκοπίαζε μελαγχαίτην παρακοίτην. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 12:3)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 12:3)

  • Οἰνώνη δὲ χόλῳ φρένας ἔζεεν, ἔζεε πικρῷ ζήλῳ θυμὸν ἔδουσα, Πάριν δ ἐδόκευε λαθοῦσα ὄμματι μαινομένῳ κρυφίην δ ἤγγειλεν ἀπειλήν, δεξιτερῇ βαρύποτμον ἀναινομένη παρακοίτην, αἰδομένῳ μὲν ἐοίκεν ὁ βουκόλος, εἶχε δ ὀπωπὴν πλαζομένην ἑτέρωσε δυσίμερος: (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 43:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 43:1)

  • στέμμα πολυστρέπτοισιν ἐπάρμενον εἶχεν ἐθείραις, Ἀλκμήνης μενέχαρμος ἀριστοτόκου παρακοίτης, Θουκυδίδης δ ἐλέλιξεν ἑὸν νόον ἦν δὲ νοῆσαι οἱά῀ περ ἱστορίης δημηγόρον ἦθος ὑφαίνων δεξιτερὴν γὰρ ἀνέσχε μετάρσιον, ὡς πρὶν ἀείδων Σπάρτης πικρὸν Ἄρηα καὶ αὐτῶν Κεκροπιδάων, Ἑλλάδος ἀμητῆρα πολυθρέπτοιο τιθήνης. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 74:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 74:1)

  • Ἕκτορ ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ἠδὲ κασίγνητος, σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης: (Homer, Iliad, Book 6 41:7)

    (호메로스, 일리아스, Book 6 41:7)

유의어

  1. 남편

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION