헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακοίτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακοίτης παρακοίτου

형태분석: παρακοιτ (어간) + ης (어미)

어원: koith/

  1. 남편, 배우자, 양반, 남, 결혼한 남성
  1. one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παρακοίτης

남편이

παρακοίτᾱ

남편들이

παρακοῖται

남편들이

속격 παρακοίτου

남편의

παρακοίταιν

남편들의

παρακοιτῶν

남편들의

여격 παρακοίτῃ

남편에게

παρακοίταιν

남편들에게

παρακοίταις

남편들에게

대격 παρακοίτην

남편을

παρακοίτᾱ

남편들을

παρακοίτᾱς

남편들을

호격 παρακοῖτα

남편아

παρακοίτᾱ

남편들아

παρακοῖται

남편들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ναὶ μάν φασι γυναῖκασ ἑοὺσ τρομέειν παρακοίτασ. (Theocritus, Idylls, 36)

    (테오크리토스, Idylls, 36)

  • εἴ περ γάρ σ’ Ἕκτωρ γε κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει, ἀλλ’ οὐ πείσονται Τρῶεσ καὶ Δαρδανίωνεσ καὶ Τρώων ἄλοχοι μεγαθύμων ἀσπιστάων, τάων ἐν κονίῃσι βάλεσ θαλεροὺσ παρακοίτασ. (Homer, Iliad, Book 8 18:3)

    (호메로스, 일리아스, Book 8 18:3)

유의어

  1. 남편

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION