Ancient Greek-English Dictionary Language

παραγράφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραγράφω παραγράψω

Structure: παρα (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write by the side, to add, to enroll, with a wrong
  2. to have, written in parallel columns with
  3. to demur to the admissibility of a suit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραγράφω παραγράφεις παραγράφει
Dual παραγράφετον παραγράφετον
Plural παραγράφομεν παραγράφετε παραγράφουσιν*
SubjunctiveSingular παραγράφω παραγράφῃς παραγράφῃ
Dual παραγράφητον παραγράφητον
Plural παραγράφωμεν παραγράφητε παραγράφωσιν*
OptativeSingular παραγράφοιμι παραγράφοις παραγράφοι
Dual παραγράφοιτον παραγραφοίτην
Plural παραγράφοιμεν παραγράφοιτε παραγράφοιεν
ImperativeSingular παραγράφε παραγραφέτω
Dual παραγράφετον παραγραφέτων
Plural παραγράφετε παραγραφόντων, παραγραφέτωσαν
Infinitive παραγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραγραφων παραγραφοντος παραγραφουσα παραγραφουσης παραγραφον παραγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραγράφομαι παραγράφει, παραγράφῃ παραγράφεται
Dual παραγράφεσθον παραγράφεσθον
Plural παραγραφόμεθα παραγράφεσθε παραγράφονται
SubjunctiveSingular παραγράφωμαι παραγράφῃ παραγράφηται
Dual παραγράφησθον παραγράφησθον
Plural παραγραφώμεθα παραγράφησθε παραγράφωνται
OptativeSingular παραγραφοίμην παραγράφοιο παραγράφοιτο
Dual παραγράφοισθον παραγραφοίσθην
Plural παραγραφοίμεθα παραγράφοισθε παραγράφοιντο
ImperativeSingular παραγράφου παραγραφέσθω
Dual παραγράφεσθον παραγραφέσθων
Plural παραγράφεσθε παραγραφέσθων, παραγραφέσθωσαν
Infinitive παραγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραγραφομενος παραγραφομενου παραγραφομενη παραγραφομενης παραγραφομενον παραγραφομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραγράψω παραγράψεις παραγράψει
Dual παραγράψετον παραγράψετον
Plural παραγράψομεν παραγράψετε παραγράψουσιν*
OptativeSingular παραγράψοιμι παραγράψοις παραγράψοι
Dual παραγράψοιτον παραγραψοίτην
Plural παραγράψοιμεν παραγράψοιτε παραγράψοιεν
Infinitive παραγράψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραγραψων παραγραψοντος παραγραψουσα παραγραψουσης παραγραψον παραγραψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραγράψομαι παραγράψει, παραγράψῃ παραγράψεται
Dual παραγράψεσθον παραγράψεσθον
Plural παραγραψόμεθα παραγράψεσθε παραγράψονται
OptativeSingular παραγραψοίμην παραγράψοιο παραγράψοιτο
Dual παραγράψοισθον παραγραψοίσθην
Plural παραγραψοίμεθα παραγράψοισθε παραγράψοιντο
Infinitive παραγράψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραγραψομενος παραγραψομενου παραγραψομενη παραγραψομενης παραγραψομενον παραγραψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ πάλιν, "τάδε εἶπεν οὐ τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ χρήματα λαβών," καὶ τὸ ψήφισμα παρέγραφον. (Hyperides, Speeches, 30:3)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION