Ancient Greek-English Dictionary Language

παραδοξολογία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραδοξολογία

Structure: παραδοξολογι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from paradocolo/gos

Sense

  1. a tale of wonder, marvel

Examples

  • οὐ γὰρ βίον γε ἡμεῖσ ἀνθρώπινον βεβιώκαμεν, ἀλλ’ εἰσ παραδοξολογίαν τοῖσ μεθ’ ἡμᾶσ ἔφυμεν. (Aeschines, Speeches, , section 132 1:2)
  • ἡμεῖσ δ’ ἐπειδὴ περὶ τῶν Ἀμαζονίδων ἐμνήσθημεν, οὐκ ἀνοίκειον εἶναι νομίζομεν διελθεῖν περὶ αὐτῶν, εἰ καὶ διὰ τὴν παραδοξολογίαν μύθοισ ὅμοια φανήσεται τὰ ῥηθέντα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 44 3:1)
  • ὑπερβαλοῦσι δὲ τὴν Μεσωγίδα τὴν μεταξὺ Καρῶν τε καὶ τῆσ Νυσαί̈δοσ, ἥ ἐστι χώρα κατὰ τὰ τοῦ Μαιάνδρου πέραν μέχρι τῆσ Κιβυράτιδοσ καὶ τῆσ Καβαλίδοσ, πόλεισ εἰσὶ πρὸσ μὲν τῇ Μεσωγίδι καταντικρὺ Λαοδικείασ Ιἑρὰ πόλισ, ὅπου τὰ θερμὰ ὕδατα καὶ τὸ Πλουτώνιον, ἄμφω παραδοξολογίαν τινὰ ἔχοντα· (Strabo, Geography, Book 13, chapter 4 24:1)

Synonyms

  1. a tale of wonder

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION