ὁρμέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
ὁρμέω
Structure:
ὁρμέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: o(/rmos II
Sense
- to be moored, lie at anchor, to be dependent on
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀπὸ φωνῆσ ὁρμῆσ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ὁπλῶν τῶν ποδῶν αὐτοῦ καὶ ἀπὸ σεισμοῦ τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ, ἤχου τροχῶν αὐτοῦ οὐκ ἐπέστρεψαν πατέρεσ ἐφ’ υἱοὺσ αὐτῶν ἀπὸ ἐκλύσεωσ χειρῶν αὐτῶν (Septuagint, Liber Ieremiae 29:3)
- ἔδειξε δὲ ὁ καθ’ ἡμᾶσ χρόνοσ, εἴτε θεῶν τινοσ ἄρξαντοσ εἴτε φυσικῆσ περιόδου τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἀνακυκλούσησ εἴτε ἀνθρωπίνησ ὁρμῆσ ἐπὶ τὰ ὅμοια πολλοὺσ ἀγούσησ, καὶ ἀπέδωκε τῇ μὲν ἀρχαίᾳ καὶ σώφρονι ῥητορικῇ τὴν δικαίαν τιμήν, ἣν καὶ πρότερον εἶχε καλῶσ, ἀπολαβεῖν, τῇ δὲ νέᾳ καὶ ἀνοήτῳ παύσασθαι δόξαν οὐ προσήκουσαν καρπουμένῃ καὶ ἐν ἀλλοτρίοισ ἀγαθοῖσ τρυφώσῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 22)
- ἀλλ’ ὅ γε Δημῶναξ οὐχ ὑπὸ τούτων τινόσ, ὡσ ἔφην, παρακληθείσ, ἀλλ’ ὑπ’ οἰκείασ πρὸσ τὰ καλὰ ὁρμῆσ καὶ ἐμφύτου πρὸσ φιλοσοφίαν ἔρωτοσ ἐκ παίδων εὐθὺσ κεκινημένοσ ὑπερεῖδεν. (Lucian, (no name) 3:3)
- οὕτω μὲν ἀνεκόπην τῆσ ὁρμῆσ καὶ ἐπαυσάμην οὐκ ἐν δέοντι θρασυνόμενοσ ἐφ’ οὕτω δικαστοῦ διακειμένου. (Lucian, Alexander, (no name) 57:7)
- μετριώτεροσ δὲ ὁ πρεσβύτησ ἦν παρὰ πολὺ καὶ πρὸσ τὰσ ὀργὰσ ἠπιώτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ κολάσεισ ἀμβλύτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ ἐπιθυμίασ βραδύτεροσ, ὡσ ἂν ἤδη τῆσ ἡλικίασ τὸ μὲν σφοδρότερον τῆσ ὁρμῆσ ἐπεχούσησ, τὰσ δὲ τῶν ἡδονῶν ὀρέξεισ χαλιναγωγούσησ. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 4:3)
Synonyms
-
to be moored
- ὁρμίζω (to come to anchor, lie at anchor, anchor)
- σαλεύω (to ride, to ride at anchor on, depend)
- ἀνθορμέω (to lie at anchor opposite to)
- ὑφορμέω (to lie secretly at anchor)
Derived
- ἀνθορμέω (to lie at anchor opposite to)
- ἐξορμέω (to be out of harbour, run out)
- ἐφορμέω (to lie moored at or over against, to blockade, the blockading fleet)
- παρορμέω (to lie at anchor beside or near)
- περιορμέω (to anchor round, to blockade)
- ὑφορμέω (to lie secretly at anchor)