헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ναυαρχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ναυαρχέω

형태분석: ναυαρχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from nau/arxos

  1. to command a fleet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ναυάρχω

ναυάρχεις

ναυάρχει

쌍수 ναυάρχειτον

ναυάρχειτον

복수 ναυάρχουμεν

ναυάρχειτε

ναυάρχουσιν*

접속법단수 ναυάρχω

ναυάρχῃς

ναυάρχῃ

쌍수 ναυάρχητον

ναυάρχητον

복수 ναυάρχωμεν

ναυάρχητε

ναυάρχωσιν*

기원법단수 ναυάρχοιμι

ναυάρχοις

ναυάρχοι

쌍수 ναυάρχοιτον

ναυαρχοίτην

복수 ναυάρχοιμεν

ναυάρχοιτε

ναυάρχοιεν

명령법단수 ναυᾶρχει

ναυαρχεῖτω

쌍수 ναυάρχειτον

ναυαρχεῖτων

복수 ναυάρχειτε

ναυαρχοῦντων, ναυαρχεῖτωσαν

부정사 ναυάρχειν

분사 남성여성중성
ναυαρχων

ναυαρχουντος

ναυαρχουσα

ναυαρχουσης

ναυαρχουν

ναυαρχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ναυάρχουμαι

ναυάρχει, ναυάρχῃ

ναυάρχειται

쌍수 ναυάρχεισθον

ναυάρχεισθον

복수 ναυαρχοῦμεθα

ναυάρχεισθε

ναυάρχουνται

접속법단수 ναυάρχωμαι

ναυάρχῃ

ναυάρχηται

쌍수 ναυάρχησθον

ναυάρχησθον

복수 ναυαρχώμεθα

ναυάρχησθε

ναυάρχωνται

기원법단수 ναυαρχοίμην

ναυάρχοιο

ναυάρχοιτο

쌍수 ναυάρχοισθον

ναυαρχοίσθην

복수 ναυαρχοίμεθα

ναυάρχοισθε

ναυάρχοιντο

명령법단수 ναυάρχου

ναυαρχεῖσθω

쌍수 ναυάρχεισθον

ναυαρχεῖσθων

복수 ναυάρχεισθε

ναυαρχεῖσθων, ναυαρχεῖσθωσαν

부정사 ναυάρχεισθαι

분사 남성여성중성
ναυαρχουμενος

ναυαρχουμενου

ναυαρχουμενη

ναυαρχουμενης

ναυαρχουμενον

ναυαρχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθεν οἵ τε ἄρχοντεσ αὐτοῖσιν ἐπιλέγονται καὶ ὅσοι νόμαρχοι καὶ ὕπαρχοι καὶ θησαυροφύλακέσ τε καὶ στρατοφύλακεσ, ναύαρχοί τε καὶ ταμίαι καὶ τῶν κατὰ γεωργίην ἔργων ἐπιστάται. (Arrian, Indica, chapter 12 7:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 12 7:2)

  • οἱ μὲν οὖν ναύαρχοι τῶν Ἑλλήνων ταῦτ’ ἔπραττον. (Plutarch, , chapter 9 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 9 1:1)

  • ἐκ τούτου προσιόντεσ οἱ ναύαρχοι καὶ στρατηγοὶ τῶν Ἑλλήνων, μάλιστα δὲ Χῖοι καὶ Σάμιοι καὶ Λέσβιοι, τὸν Ἀριστείδην ἔπειθον ἀναδέξασθαι τὴν ἡγεμονίαν καὶ προσαγαγέσθαι τοὺσ συμμάχουσ πάλαι δεομένουσ ἀπαλλαγῆναι τῶν Σπαρτιατῶν καὶ μετατάξασθαι πρὸσ τοὺσ Ἀθηναίουσ. (Plutarch, , chapter 23 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 23 4:1)

  • αἱ δὲ τῶν Περσῶν νῆεσ ὑστερήσασαι, ἐπειδὴ ἔμαθον οἱ ναύαρχοι τῶν ἀμφὶ Νικάνορα τὴν ἐν τῇ Λάδῃ προκαταγωγήν, πρὸσ τῇ Μυκάλῃ τῷ ὄρει ὡρμίσθησαν. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 18 5:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 1, chapter 18 5:1)

  • ναύαρχοί τε πολλοὶ κατὰ μέρη, καὶ ἐπ’ αὐτοῖσ Μᾶρκοσ Βύβλοσ. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 8 1:10)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 8 1:10)

유의어

  1. to command a fleet

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION