Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυαρχέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ναυαρχέω

Structure: ναυαρχέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from nau/arxos

Sense

  1. to command a fleet

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ναυάρχω ναυάρχεις ναυάρχει
Dual ναυάρχειτον ναυάρχειτον
Plural ναυάρχουμεν ναυάρχειτε ναυάρχουσιν*
SubjunctiveSingular ναυάρχω ναυάρχῃς ναυάρχῃ
Dual ναυάρχητον ναυάρχητον
Plural ναυάρχωμεν ναυάρχητε ναυάρχωσιν*
OptativeSingular ναυάρχοιμι ναυάρχοις ναυάρχοι
Dual ναυάρχοιτον ναυαρχοίτην
Plural ναυάρχοιμεν ναυάρχοιτε ναυάρχοιεν
ImperativeSingular ναυᾶρχει ναυαρχεῖτω
Dual ναυάρχειτον ναυαρχεῖτων
Plural ναυάρχειτε ναυαρχοῦντων, ναυαρχεῖτωσαν
Infinitive ναυάρχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ναυαρχων ναυαρχουντος ναυαρχουσα ναυαρχουσης ναυαρχουν ναυαρχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ναυάρχουμαι ναυάρχει, ναυάρχῃ ναυάρχειται
Dual ναυάρχεισθον ναυάρχεισθον
Plural ναυαρχοῦμεθα ναυάρχεισθε ναυάρχουνται
SubjunctiveSingular ναυάρχωμαι ναυάρχῃ ναυάρχηται
Dual ναυάρχησθον ναυάρχησθον
Plural ναυαρχώμεθα ναυάρχησθε ναυάρχωνται
OptativeSingular ναυαρχοίμην ναυάρχοιο ναυάρχοιτο
Dual ναυάρχοισθον ναυαρχοίσθην
Plural ναυαρχοίμεθα ναυάρχοισθε ναυάρχοιντο
ImperativeSingular ναυάρχου ναυαρχεῖσθω
Dual ναυάρχεισθον ναυαρχεῖσθων
Plural ναυάρχεισθε ναυαρχεῖσθων, ναυαρχεῖσθωσαν
Infinitive ναυάρχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ναυαρχουμενος ναυαρχουμενου ναυαρχουμενη ναυαρχουμενης ναυαρχουμενον ναυαρχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to command a fleet

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION