Ancient Greek-English Dictionary Language

μογοστόκος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μογοστόκος μογοστόκον

Structure: μογοστοκ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ti/ktw

Sense

  1. helping women in hard childbirth

Examples

  • ὡσ δ’ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλοσ ὀξὺ γυναῖκα δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, Ἥρησ θυγατέρεσ, πικρὰσ ὠδῖνασ ἔχουσαι. (Plutarch, De amore prolis, section 4 1:1)
  • χαλεπὰσ δὲ μᾶλλον εἴποιμ’ ἂν εἶναι καὶ μνησικάκουσ τὰσ τεκούσασ τοῖσ βρέφεσι, κινδύνων τε μεγάλων καὶ πόνων αὐταῖσ γινομένων ὡσ δ’ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλοσ ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊᾶσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, Ἥρησ θυγατέρεσ, πικρὰσ ὠδῖνασ ἔχουσαι· (Plutarch, De amore prolis, section 42)
  • ὡσ δ’ ὅτ’ ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλοσ ὀξὺ γυναῖκα δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι Ἥρησ θυγατέρεσ πικρὰσ ὠδῖνασ ἔχουσαι, ὣσ ὀξεῖ’ ὀδύναι δῦνον μένοσ Ἀτρεί̈δαο. (Homer, Iliad, Book 11 23:3)

Synonyms

  1. helping women in hard childbirth

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION