Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταστείχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μεταστείχω μεταστείξω

Structure: μετα (Prefix) + στείχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go in quest of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταστείχω μεταστείχεις μεταστείχει
Dual μεταστείχετον μεταστείχετον
Plural μεταστείχομεν μεταστείχετε μεταστείχουσιν*
SubjunctiveSingular μεταστείχω μεταστείχῃς μεταστείχῃ
Dual μεταστείχητον μεταστείχητον
Plural μεταστείχωμεν μεταστείχητε μεταστείχωσιν*
OptativeSingular μεταστείχοιμι μεταστείχοις μεταστείχοι
Dual μεταστείχοιτον μεταστειχοίτην
Plural μεταστείχοιμεν μεταστείχοιτε μεταστείχοιεν
ImperativeSingular μεταστείχε μεταστειχέτω
Dual μεταστείχετον μεταστειχέτων
Plural μεταστείχετε μεταστειχόντων, μεταστειχέτωσαν
Infinitive μεταστείχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταστειχων μεταστειχοντος μεταστειχουσα μεταστειχουσης μεταστειχον μεταστειχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταστείχομαι μεταστείχει, μεταστείχῃ μεταστείχεται
Dual μεταστείχεσθον μεταστείχεσθον
Plural μεταστειχόμεθα μεταστείχεσθε μεταστείχονται
SubjunctiveSingular μεταστείχωμαι μεταστείχῃ μεταστείχηται
Dual μεταστείχησθον μεταστείχησθον
Plural μεταστειχώμεθα μεταστείχησθε μεταστείχωνται
OptativeSingular μεταστειχοίμην μεταστείχοιο μεταστείχοιτο
Dual μεταστείχοισθον μεταστειχοίσθην
Plural μεταστειχοίμεθα μεταστείχοισθε μεταστείχοιντο
ImperativeSingular μεταστείχου μεταστειχέσθω
Dual μεταστείχεσθον μεταστειχέσθων
Plural μεταστείχεσθε μεταστειχέσθων, μεταστειχέσθωσαν
Infinitive μεταστείχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταστειχομενος μεταστειχομενου μεταστειχομενη μεταστειχομενης μεταστειχομενον μεταστειχομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταστείξω μεταστείξεις μεταστείξει
Dual μεταστείξετον μεταστείξετον
Plural μεταστείξομεν μεταστείξετε μεταστείξουσιν*
OptativeSingular μεταστείξοιμι μεταστείξοις μεταστείξοι
Dual μεταστείξοιτον μεταστειξοίτην
Plural μεταστείξοιμεν μεταστείξοιτε μεταστείξοιεν
Infinitive μεταστείξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταστειξων μεταστειξοντος μεταστειξουσα μεταστειξουσης μεταστειξον μεταστειξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταστείξομαι μεταστείξει, μεταστείξῃ μεταστείξεται
Dual μεταστείξεσθον μεταστείξεσθον
Plural μεταστειξόμεθα μεταστείξεσθε μεταστείξονται
OptativeSingular μεταστειξοίμην μεταστείξοιο μεταστείξοιτο
Dual μεταστείξοισθον μεταστειξοίσθην
Plural μεταστειξοίμεθα μεταστείξοισθε μεταστείξοιντο
Infinitive μεταστείξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταστειξομενος μεταστειξομενου μεταστειξομενη μεταστειξομενης μεταστειξομενον μεταστειξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go in quest of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION