Ancient Greek-English Dictionary Language

μεσότης

Third declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: μεσότης μεσότητος

Structure: μεσοτητ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/sos

Sense

  1. a middle or central position
  2. a mean between two extremes

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἡ μὲν οὖν Θρασυμάχου λέξισ, εἰ δὴ πηγή τισ ἦν ὄντωσ τῆσ μεσότητοσ, αὐτὴν τὴν προαίρεσιν ἐοίκεν ἔχειν σπουδῆσ ἀξίαν· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 3 1:3)
  • καὶ τεκμήριον ἔσται τῶν ῥεπόντων οὐ τῇ γῇ μεσότητοσ πρὸσ τὸν κόσμον, ἀλλὰ πρὸσ τὴν γῆν κοινωνίασ τινὸσ καὶ συμφυϊάσ τοῖσ ἀπωσμένοισ αὐτῆσ εἶτα πάλιν καταφερομένοισ. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 8 3:1)
  • οὐ γὰρ ὁ θεὸσ διέστησεν οὐδὲ διῴκισε τὴν οὐσίαν, ἀλλ’ ὑπ’ αὐτῆσ διεστῶσαν αὐτὴν καὶ φερομένην χωρὶσ ἐν ἀκοσμίαισ τοσαύταισ παραλαβὼν, ἔταξε καὶ συνήρμοσε δι’ ἀναλογίασ καὶ μεσότητοσ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 379)
  • ἀνάγκη τοίνυν, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ μὲν ἡ ἠθικὴ αὐτή τε μεσότησ τίσ ἐστι καὶ περὶ ἡδονὰσ καὶ λύπασ πᾶσα, ἡ δὲ κακία ἐν ὑπερβολῇ καὶ ἐλλείψει καὶ περὶ ταὐτὰ τῇ ἀρετῇ, τὴν ἀρετὴν εἶναι τὴν ἠθικὴν ἕξιν προαιρετικὴν μεσότητοσ τῆσ πρὸσ ἡμᾶσ ἐν ἡδέσι καὶ λυπηροῖσ, καθ’ ὅσα ποῖόσ τισ λέγεται τὸ ἦθοσ, ἢ χαίρων ἢ λυπούμενοσ· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 202:1)
  • ὁ δὴ ἐν μεγάλῃ δαπάνῃ τοῦ πρέποντοσ μεγέθουσ προαιρετικόσ, καὶ τῆσ τοιαύτησ μεσότητοσ καὶ ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ ἡδονῇ ὀρεκτικόσ, μεγαλοπρεπήσ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 117:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION