헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μελαγχολάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μελαγχολάω

형태분석: μελαγχολά (어간) + ω (인칭어미)

어원: from mela/gxolos

  1. to be atrabilious

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μελαγχολῶ

μελαγχολᾷς

μελαγχολᾷ

쌍수 μελαγχολᾶτον

μελαγχολᾶτον

복수 μελαγχολῶμεν

μελαγχολᾶτε

μελαγχολῶσιν*

접속법단수 μελαγχολῶ

μελαγχολῇς

μελαγχολῇ

쌍수 μελαγχολῆτον

μελαγχολῆτον

복수 μελαγχολῶμεν

μελαγχολῆτε

μελαγχολῶσιν*

기원법단수 μελαγχολῷμι

μελαγχολῷς

μελαγχολῷ

쌍수 μελαγχολῷτον

μελαγχολῴτην

복수 μελαγχολῷμεν

μελαγχολῷτε

μελαγχολῷεν

명령법단수 μελαγχόλᾱ

μελαγχολᾱ́τω

쌍수 μελαγχολᾶτον

μελαγχολᾱ́των

복수 μελαγχολᾶτε

μελαγχολώντων, μελαγχολᾱ́τωσαν

부정사 μελαγχολᾶν

분사 남성여성중성
μελαγχολων

μελαγχολωντος

μελαγχολωσα

μελαγχολωσης

μελαγχολων

μελαγχολωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μελαγχολῶμαι

μελαγχολᾷ

μελαγχολᾶται

쌍수 μελαγχολᾶσθον

μελαγχολᾶσθον

복수 μελαγχολώμεθα

μελαγχολᾶσθε

μελαγχολῶνται

접속법단수 μελαγχολῶμαι

μελαγχολῇ

μελαγχολῆται

쌍수 μελαγχολῆσθον

μελαγχολῆσθον

복수 μελαγχολώμεθα

μελαγχολῆσθε

μελαγχολῶνται

기원법단수 μελαγχολῴμην

μελαγχολῷο

μελαγχολῷτο

쌍수 μελαγχολῷσθον

μελαγχολῴσθην

복수 μελαγχολῴμεθα

μελαγχολῷσθε

μελαγχολῷντο

명령법단수 μελαγχολῶ

μελαγχολᾱ́σθω

쌍수 μελαγχολᾶσθον

μελαγχολᾱ́σθων

복수 μελαγχολᾶσθε

μελαγχολᾱ́σθων, μελαγχολᾱ́σθωσαν

부정사 μελαγχολᾶσθαι

분사 남성여성중성
μελαγχολωμενος

μελαγχολωμενου

μελαγχολωμενη

μελαγχολωμενης

μελαγχολωμενον

μελαγχολωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα δὲ γίνεται ἐπὶ τῶν μελαγχολώντων καὶ μεμηνότων. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 7:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 7:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION