Ancient Greek-English Dictionary Language

μελαγχολάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μελαγχολάω

Structure: μελαγχολά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from mela/gxolos

Sense

  1. to be atrabilious

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μελαγχολῶ μελαγχολᾷς μελαγχολᾷ
Dual μελαγχολᾶτον μελαγχολᾶτον
Plural μελαγχολῶμεν μελαγχολᾶτε μελαγχολῶσιν*
SubjunctiveSingular μελαγχολῶ μελαγχολῇς μελαγχολῇ
Dual μελαγχολῆτον μελαγχολῆτον
Plural μελαγχολῶμεν μελαγχολῆτε μελαγχολῶσιν*
OptativeSingular μελαγχολῷμι μελαγχολῷς μελαγχολῷ
Dual μελαγχολῷτον μελαγχολῴτην
Plural μελαγχολῷμεν μελαγχολῷτε μελαγχολῷεν
ImperativeSingular μελαγχόλᾱ μελαγχολᾱ́τω
Dual μελαγχολᾶτον μελαγχολᾱ́των
Plural μελαγχολᾶτε μελαγχολώντων, μελαγχολᾱ́τωσαν
Infinitive μελαγχολᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
μελαγχολων μελαγχολωντος μελαγχολωσα μελαγχολωσης μελαγχολων μελαγχολωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μελαγχολῶμαι μελαγχολᾷ μελαγχολᾶται
Dual μελαγχολᾶσθον μελαγχολᾶσθον
Plural μελαγχολώμεθα μελαγχολᾶσθε μελαγχολῶνται
SubjunctiveSingular μελαγχολῶμαι μελαγχολῇ μελαγχολῆται
Dual μελαγχολῆσθον μελαγχολῆσθον
Plural μελαγχολώμεθα μελαγχολῆσθε μελαγχολῶνται
OptativeSingular μελαγχολῴμην μελαγχολῷο μελαγχολῷτο
Dual μελαγχολῷσθον μελαγχολῴσθην
Plural μελαγχολῴμεθα μελαγχολῷσθε μελαγχολῷντο
ImperativeSingular μελαγχολῶ μελαγχολᾱ́σθω
Dual μελαγχολᾶσθον μελαγχολᾱ́σθων
Plural μελαγχολᾶσθε μελαγχολᾱ́σθων, μελαγχολᾱ́σθωσαν
Infinitive μελαγχολᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μελαγχολωμενος μελαγχολωμενου μελαγχολωμενη μελαγχολωμενης μελαγχολωμενον μελαγχολωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μελαγχολᾷσ ὦνθρωπε νὴ τὸν οὐρανόν. (Aristophanes, Plutus, Episode36)
  • "ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷσ," ἀλλ’ ἅτε μουσικὸσ ὢν πρᾳότερον ὅτι "ὦ ἄριστε, ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ’ ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα ἁρμονικὸν ἔσεσθαι, οὐδὲν μὴν κωλύει μηδὲ σμικρὸν ἁρμονίασ ἐπαί̈ειν τὸν τὴν σὴν ἕξιν ἔχοντα· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 276:1)
  • πρὸσ Διὸσ, ὦ Πλάτων, εἰ δὲ δὴ σοῦ τισ λαβόμενοσ κατηγόρει λέγων ὅσα διέπλεισ ἐν ὁλκάσι τὴν θάλατταν καὶ πλάνην ὁπόσην πεπλάνησαι περὶ τὴν χάρυβδιν, ὁμοῦ τοῖσ ναύταισ ἐσκηνωμένοσ καὶ δεόμενοσ τῆσ κώπησ καὶ τοῦ τροπωτῆροσ, καὶ ταῦθ’ οὕτω δυσχεραίνων τὰ ναυτικὰ καὶ τοῖσ ὁπλίταισ προσκείμενοσ, ἆρ’ οὐκ ἐκεῖνο μὲν οὐκ ἔμελλεσ ἐρεῖν, ἅτε ὢν μουσικὸσ καὶ πάλαι κατεγνωκὼσ τοῦ ῥήματοσ, τὸ ποῖον δὴ λέγω, ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷσ, εἶπεσ δ’ ἂν οὑτωσί πωσ, ὦ δαιμόνιε, ἐγὼ ταῦτα ἔπραττον, οὐ τὸν τῶν ναυτῶν βίον ᾑρημένοσ, οὐδ’ ἐκείνουσ ἀντὶ τῶν ὁπλιτῶν κοσμῶν, οὐδ’ ἐν γήρᾳ ναυτίλλεσθαι μεταμανθάνων, οὐδὲ τοῖσ κατ’ ἤπειρον πράγμασι λυμαινόμενοσ, ἀλλ’ οὐκ ἦν ἄλλωσ ἐλθεῖν εἰσ Σικελίαν; (Aristides, Aelius, Orationes, 94:7)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION