헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μειρακιώδης

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μειρακιώδης μειρακιώδες

형태분석: μειρακιωδη (어간) + ς (어미)

어원: ei)=dos

  1. 어린, 젊은, 새파랗게 젊은
  1. becoming a youth, youthful
  2. puerile

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μειρακιώδης

어린 (이)가

μειρακίωδες

어린 (것)가

속격 μειρακιώδους

어린 (이)의

μειρακιώδους

어린 (것)의

여격 μειρακιώδει

어린 (이)에게

μειρακιώδει

어린 (것)에게

대격 μειρακιώδη

어린 (이)를

μειρακίωδες

어린 (것)를

호격 μειρακιῶδες

어린 (이)야

μειρακίωδες

어린 (것)야

쌍수주/대/호 μειρακιώδει

어린 (이)들이

μειρακιώδει

어린 (것)들이

속/여 μειρακιώδοιν

어린 (이)들의

μειρακιώδοιν

어린 (것)들의

복수주격 μειρακιώδεις

어린 (이)들이

μειρακιώδη

어린 (것)들이

속격 μειρακιώδων

어린 (이)들의

μειρακιώδων

어린 (것)들의

여격 μειρακιώδεσιν*

어린 (이)들에게

μειρακιώδεσιν*

어린 (것)들에게

대격 μειρακιώδεις

어린 (이)들을

μειρακιώδη

어린 (것)들을

호격 μειρακιώδεις

어린 (이)들아

μειρακιώδη

어린 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ μειρακιώδεισ σχηματισμοὶ τῶν ἀντιθέτων τε καὶ παρομοιώσεων καὶ παρισώσεων, ἐν οἷσ οἱ περὶ τὸν Γοργίαν μάλιστα ἐπλεόνασαν, ἥκιστα τῷ χαρακτῆρι τούτῳ προσήκοντεσ, αὐστηρὰν ἔχοντι τὴν ἀγωγὴν καὶ τοῦ κομψοῦ πλεῖστον ἀφεστηκότι, τοιοῦτοί τινέσ εἰσι παρὰ τῷ συγγραφεῖ· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 171)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 171)

  • οἱ μέντοι γε ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου γραφέντεσ λόγοι ἧττόν εἰσι μειρακιώδεισ, ὡσ ἂν οἶμαι τελείαν ἀπειληφότεσ τὴν φρόνησιν παρὰ τοῦ χρόνου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 14 3:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 14 3:3)

  • τῇ πόλει λόγον ὀφείλειν, ἀπῆλθεν ὁ Κάτων ἐκ Σικελίασ, καί μετὰ τοῦ Φαβίου καταβοῶν ἐν τῷ συνεδρίῳ φθοράν τε χρημάτων ἀμυθήτων ὑπὸ τοῦ Σκηπίωνοσ καί διατριβὰσ αὐτοῦ μειρακιώδεισ ἐν παλαίστραισ καί θεάτροισ, ὥσπερ οὐ στρατηγοῦντοσ, ἀλλὰ πανηγυρίζοντοσ, ἐξειργάσατο πεμφθῆναι δημάρχουσ ἐπ’ αὐτὸν ἄξοντασ εἰσ Ῥώμην, ἄνπερ ἀληθεῖσ αἱ κατηγορίαι φανῶσιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 3 7:1)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 3 7:1)

  • εἰσὶ δ’ αἱ ὑπερβολαὶ μειρακιώδεισ· (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 11 16:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 11 16:1)

  • Ἀριαράθησ δ’ ὁ βασιλεὺσ τοῦ Μέλανοσ κατά τινα στενὰ ἔχοντοσ τὴν εἰσ τὸν Ἅλυν διέξοδον ἐμφράξασ ταῦτα λίμνην πελαγίαν ἀπέδειξε τὸ πλησίον πεδίον, ἐνταῦθα δὲ νησῖδάσ τινασ ὡσ τὰσ Κυκλάδασ ἀπολαβόμενοσ διατριβὰσ ἐν αὐταῖσ ἐποιεῖτο μειρακιώδεισ· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 2 14:5)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 2 14:5)

유의어

  1. 어린

  2. puerile

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION