Ancient Greek-English Dictionary Language

μανιώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μανιώδης μανιώδες

Structure: μανιωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like madness, mad
  2. like a madman, crazy, madness

Examples

  • ὁ δὲ ἐλεφαντάρχησ τὰ θηρία σχεδὸν εἰπεῖν εἰσ κατάστημα μανιῶδεσ ἀγηοχώσ, εὐωδεστάτοισ πόμασιν οἴνου λελιβανωμένου φοβεραῖσ κατεσκευασμένα σκευαῖσ, (Septuagint, Liber Maccabees III 5:45)
  • τὸ γὰρ βακχεύσιμον καὶ τὸ μανιῶδεσ μαντικὴν πολλὴν ἔχει· (Euripides, episode 11:2)
  • οἱο͂ν πηδήματα καρδίασ καὶ σφυγμοὺσ ἀφαιροῦσι καὶ ταχὺ πάλιν τὸ μανιῶδεσ καὶ ταραττόμενον ἱδρύουσιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 16 2:4)
  • οἱο͂ν πηδήματα καρδίασ καὶ σφυγμοὺσ ἀφαιροῦσι καὶ ταχὺ πάλιν τὸ μανιῶδεσ καὶ ταραττόμενον ἱδρύουσιν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 16 8:1)
  • "τινὰσ ἀνοίγειν φανταστικοὺσ τοῦ μέλλοντοσ εἰκόσ ἐστιν, ὡσ οἶνοσ ἀναθυμιαθεὶσ ἕτερα πολλὰ κινήματα καὶ λόγουσ ἀποκειμένουσ καὶ λανθάνοντασ ἀποκαλύπτει τὸ γὰρ βακχεύσιμον καὶ τὸ μανιῶδεσ μαντικὴν πολλὴν ἔχει κατ’ Εὐριπίδην, ὅταν ἔνθερμοσ ἡ ψυχὴ γενομένη καὶ πυρώδησ ἀπώσηται τὴν εὐλάβειαν, ἣν ἡ θνητὴ φρόνησισ ἐπάγουσα πολλάκισ ἀποστρέφει καὶ κατασβέννυσι τὸν ἐνθουσιασμόν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 409)

Synonyms

  1. like madness

  2. like a madman

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION