μαλακίζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μαλακίζομαι
형태분석:
μαλακίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to be softened or made effeminate, shew weakness or cowardice
- to be softened or appeased
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "οὐκ εὐπόρωσ τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβησ ὀχηθείσ. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 2:7)
(루키아노스, Lexiphanes, (no name) 2:7)
- ἔπειτα γνώμην ἀποδειξαμένησ τῆσ γυναικὸσ μηδὲν ἔτι μαλακίζεσθαι μηδὲ κατοκνεῖν, ἀλλὰ καταβαλόντα τοὺσ λόγουσ ἐπὶ τὰ ἔργα χωρεῖν διαλλαγὰσ πρῶτον εὑρόμενον διὰ φίλων πρὸσ τὸν Τύλλιον, ἵνα πιστεύσασ ὡσ φίλῳ γεγονότι ἧττον αὐτὸν φυλάττοιτο, δόξασ δ’ αὐτὴν τὰ κράτιστα ὑποθέσθαι μετανοεῖν τε περὶ τῶν γεγονότων ἐσκήπτετο καὶ πολλὰ διὰ φίλων λιπαρῶν τὸν Τύλλιον ἠξίου συγγνώμονα γενέσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 38 2:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 38 2:1)
- ὅταν δ’ ἕκαστοσ διανοηθῇ ὡσ ἄλλοσ ἔσται ὁ πράττων καὶ μαχόμενοσ, κἂν αὐτὸσ μαλακίζηται, τούτοισ, ἔφη, εὖ ἴστε ὅτι πᾶσιν ἅμα πάντα ἥκει τὰ χαλεπὰ φερόμενα. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 5:3)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 5:3)
- ὑμεῖσ γὰρ ὄπισθεν ὄντεσ τούσ τ’ ἀγαθοὺσ ἂν ἐφορῶντεσ καὶ ἐπικελεύοντεσ αὐτοῖσ ἔτι κρείττουσ ποιοῖτε, καὶ εἴ τισ μαλακίζοιτο, καὶ τοῦτον ὁρῶντεσ οὐκ ἂν ἐπιτρέποιτε αὐτῷ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 50:3)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 50:3)
- εἰ γὰρ ἐκεῖνοι μὲν οὕτω σφόδρα καρτερεῖν ἠπίσταντο ὥστε μηδὲ τοῦ σώματοσ φείδεσθαι τοῦ ἑαυτῶν, ἀλλὰ τὰσ ἐσχάτασ ἀλγηδόνασ καὶ πόνουσ ὑπομένειν ὑπὲρ τοῦ μηδὲν τῶν ἐξ ἀρχῆσ ἐγνωσμένων ἐγκαταλιπεῖν, οὗτοι δ’, ἐξὸν ἄνευ πραγμάτων καὶ ταλαιπωρίασ τὴν ὑπόθεσιν διασώζειν τὴν ἑαυτῶν, αἱροῦνται μαλακίζεσθαι, πῶσ οὐχὶ δικαίωσ ὁτιοῦν ἂν πάθοιεν; (Aristides, Aelius, Orationes, 5:4)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 5:4)
유의어
-
to be softened or appeased
- καταπραύνω (진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다)
- καταμαλάσσω (진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다)
- ἁπαλύνω (부드럽게 하다, 완화시키다)
- δέφω (부드럽게 하다, 완화시키다)
- μαλάσσω (부드럽게 하다, 누그러뜨리다, 완화시키다)
- ἐξακέομαι (진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다)