헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπραύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπραύνω καταπραυνῶ

형태분석: κατα (접두사) + πραύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 진정시키다, 누그러뜨리다, 달래다
  1. to soften down, appease

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπραύνω

(나는) 진정시킨다

καταπραύνεις

(너는) 진정시킨다

καταπραύνει

(그는) 진정시킨다

쌍수 καταπραύνετον

(너희 둘은) 진정시킨다

καταπραύνετον

(그 둘은) 진정시킨다

복수 καταπραύνομεν

(우리는) 진정시킨다

καταπραύνετε

(너희는) 진정시킨다

καταπραύνουσιν*

(그들은) 진정시킨다

접속법단수 καταπραύνω

(나는) 진정시키자

καταπραύνῃς

(너는) 진정시키자

καταπραύνῃ

(그는) 진정시키자

쌍수 καταπραύνητον

(너희 둘은) 진정시키자

καταπραύνητον

(그 둘은) 진정시키자

복수 καταπραύνωμεν

(우리는) 진정시키자

καταπραύνητε

(너희는) 진정시키자

καταπραύνωσιν*

(그들은) 진정시키자

기원법단수 καταπραύνοιμι

(나는) 진정시키기를 (바라다)

καταπραύνοις

(너는) 진정시키기를 (바라다)

καταπραύνοι

(그는) 진정시키기를 (바라다)

쌍수 καταπραύνοιτον

(너희 둘은) 진정시키기를 (바라다)

καταπραυνοίτην

(그 둘은) 진정시키기를 (바라다)

복수 καταπραύνοιμεν

(우리는) 진정시키기를 (바라다)

καταπραύνοιτε

(너희는) 진정시키기를 (바라다)

καταπραύνοιεν

(그들은) 진정시키기를 (바라다)

명령법단수 καταπραύνε

(너는) 진정시켜라

καταπραυνέτω

(그는) 진정시켜라

쌍수 καταπραύνετον

(너희 둘은) 진정시켜라

καταπραυνέτων

(그 둘은) 진정시켜라

복수 καταπραύνετε

(너희는) 진정시켜라

καταπραυνόντων, καταπραυνέτωσαν

(그들은) 진정시켜라

부정사 καταπραύνειν

진정시키는 것

분사 남성여성중성
καταπραυνων

καταπραυνοντος

καταπραυνουσα

καταπραυνουσης

καταπραυνον

καταπραυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπραύνομαι

(나는) 진정한다

καταπραύνει, καταπραύνῃ

(너는) 진정한다

καταπραύνεται

(그는) 진정한다

쌍수 καταπραύνεσθον

(너희 둘은) 진정한다

καταπραύνεσθον

(그 둘은) 진정한다

복수 καταπραυνόμεθα

(우리는) 진정한다

καταπραύνεσθε

(너희는) 진정한다

καταπραύνονται

(그들은) 진정한다

접속법단수 καταπραύνωμαι

(나는) 진정하자

καταπραύνῃ

(너는) 진정하자

καταπραύνηται

(그는) 진정하자

쌍수 καταπραύνησθον

(너희 둘은) 진정하자

καταπραύνησθον

(그 둘은) 진정하자

복수 καταπραυνώμεθα

(우리는) 진정하자

καταπραύνησθε

(너희는) 진정하자

καταπραύνωνται

(그들은) 진정하자

기원법단수 καταπραυνοίμην

(나는) 진정하기를 (바라다)

καταπραύνοιο

(너는) 진정하기를 (바라다)

καταπραύνοιτο

(그는) 진정하기를 (바라다)

쌍수 καταπραύνοισθον

(너희 둘은) 진정하기를 (바라다)

καταπραυνοίσθην

(그 둘은) 진정하기를 (바라다)

복수 καταπραυνοίμεθα

(우리는) 진정하기를 (바라다)

καταπραύνοισθε

(너희는) 진정하기를 (바라다)

καταπραύνοιντο

(그들은) 진정하기를 (바라다)

명령법단수 καταπραύνου

(너는) 진정해라

καταπραυνέσθω

(그는) 진정해라

쌍수 καταπραύνεσθον

(너희 둘은) 진정해라

καταπραυνέσθων

(그 둘은) 진정해라

복수 καταπραύνεσθε

(너희는) 진정해라

καταπραυνέσθων, καταπραυνέσθωσαν

(그들은) 진정해라

부정사 καταπραύνεσθαι

진정하는 것

분사 남성여성중성
καταπραυνομενος

καταπραυνομενου

καταπραυνομενη

καταπραυνομενης

καταπραυνομενον

καταπραυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέπραυνον

(나는) 진정시키고 있었다

κατέπραυνες

(너는) 진정시키고 있었다

κατέπραυνεν*

(그는) 진정시키고 있었다

쌍수 κατεπραύνετον

(너희 둘은) 진정시키고 있었다

κατεπραυνέτην

(그 둘은) 진정시키고 있었다

복수 κατεπραύνομεν

(우리는) 진정시키고 있었다

κατεπραύνετε

(너희는) 진정시키고 있었다

κατέπραυνον

(그들은) 진정시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπραυνόμην

(나는) 진정하고 있었다

κατεπραύνου

(너는) 진정하고 있었다

κατεπραύνετο

(그는) 진정하고 있었다

쌍수 κατεπραύνεσθον

(너희 둘은) 진정하고 있었다

κατεπραυνέσθην

(그 둘은) 진정하고 있었다

복수 κατεπραυνόμεθα

(우리는) 진정하고 있었다

κατεπραύνεσθε

(너희는) 진정하고 있었다

κατεπραύνοντο

(그들은) 진정하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ τὰ ἤθη παιδεύει καὶ τοὺσ θυμοειδεῖσ καὶ τὰσ γνώμασ διαφόρουσ καταπραύνει. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 18 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 18 1:3)

  • καὶ ὁ Ὁμηρικὸσ δὲ Ἀχιλλεὺσ τῇ κιθάρᾳ κατεπραύνετο, ἣν αὐτῷ ἐκ τῶν Ηἐτίωνοσ λαφύρων μόνην Ὅμηροσ χαρίζεται, καταστέλλειν τὸ πυρῶδεσ αὐτοῦ δυναμένην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 18 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 18 2:2)

유의어

  1. 진정시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION