헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λύπη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λύπη

형태분석: λυπ (어간) + η (어미)

  1. 고통, 시련, 고난, 불행
  2. 슬픔, 후회, 비통
  1. pain of body, distress, sad plight or condition
  2. pain of mind, grief

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λύπη

고통이

λύπᾱ

고통들이

λύπαι

고통들이

속격 λύπης

고통의

λύπαιν

고통들의

λυπῶν

고통들의

여격 λύπῃ

고통에게

λύπαιν

고통들에게

λύπαις

고통들에게

대격 λύπην

고통을

λύπᾱ

고통들을

λύπᾱς

고통들을

호격 λύπη

고통아

λύπᾱ

고통들아

λύπαι

고통들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ εἶπεν. οὐ καταβήσεται ὁ υἱόσ μου μεθ̓ ὑμῶν, ὅτι ὁ ἀδελφὸσ αὐτοῦ ἀπέθανε καὶ αὐτὸσ μόνοσ καταλέλειπται. καὶ συμβήσεται αὐτὸν μαλακισθῆναι ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐὰν πορεύησθε, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρασ μετὰ λύπησ εἰσ ἅδου. (Septuagint, Liber Genesis 42:38)

    (70인역 성경, 창세기 42:38)

  • ἐὰν οὖν λάβητε καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ συμβῇ αὐτῷ μαλακία ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρασ μετὰ λύπησ εἰσ ᾅδου. (Septuagint, Liber Genesis 44:29)

    (70인역 성경, 창세기 44:29)

  • καὶ ἔσται ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν μὴ ὂν τὸ παιδίον μεθ̓ ἡμῶν, τελευτήσει, καὶ κατάξουσιν οἱ παῖδέσ σου τὸ γῆρασ τοῦ παιδόσ σου, πατρὸσ δὲ ἡμῶν, μετὰ λύπησ εἰσ ᾅδου. (Septuagint, Liber Genesis 44:31)

    (70인역 성경, 창세기 44:31)

  • θάρσει, τέκνον, ὁ Κύριοσ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆσ γῆσ δῴη σοι χάριν ἀντὶ τῆσ λύπησ σου ταύτησ. θάρσει, θύγατερ. (Septuagint, Liber Thobis 7:17)

    (70인역 성경, 토빗기 7:17)

  • καὶ ἀντέστησαν αὐτῷ εἰσ πόλεμον, καὶ ἔφυγε καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν μετὰ λύπησ μεγάλησ ἀποστρέψαι εἰσ Βαβυλῶνα. (Septuagint, Liber Maccabees I 6:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 6:4)

유의어

  1. 슬픔

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION