헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιταργίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιταργίζω

형태분석: λιταργίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to slip away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιταργίζω

λιταργίζεις

λιταργίζει

쌍수 λιταργίζετον

λιταργίζετον

복수 λιταργίζομεν

λιταργίζετε

λιταργίζουσιν*

접속법단수 λιταργίζω

λιταργίζῃς

λιταργίζῃ

쌍수 λιταργίζητον

λιταργίζητον

복수 λιταργίζωμεν

λιταργίζητε

λιταργίζωσιν*

기원법단수 λιταργίζοιμι

λιταργίζοις

λιταργίζοι

쌍수 λιταργίζοιτον

λιταργιζοίτην

복수 λιταργίζοιμεν

λιταργίζοιτε

λιταργίζοιεν

명령법단수 λιτάργιζε

λιταργιζέτω

쌍수 λιταργίζετον

λιταργιζέτων

복수 λιταργίζετε

λιταργιζόντων, λιταργιζέτωσαν

부정사 λιταργίζειν

분사 남성여성중성
λιταργιζων

λιταργιζοντος

λιταργιζουσα

λιταργιζουσης

λιταργιζον

λιταργιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιταργίζομαι

λιταργίζει, λιταργίζῃ

λιταργίζεται

쌍수 λιταργίζεσθον

λιταργίζεσθον

복수 λιταργιζόμεθα

λιταργίζεσθε

λιταργίζονται

접속법단수 λιταργίζωμαι

λιταργίζῃ

λιταργίζηται

쌍수 λιταργίζησθον

λιταργίζησθον

복수 λιταργιζώμεθα

λιταργίζησθε

λιταργίζωνται

기원법단수 λιταργιζοίμην

λιταργίζοιο

λιταργίζοιτο

쌍수 λιταργίζοισθον

λιταργιζοίσθην

복수 λιταργιζοίμεθα

λιταργίζοισθε

λιταργίζοιντο

명령법단수 λιταργίζου

λιταργιζέσθω

쌍수 λιταργίζεσθον

λιταργιζέσθων

복수 λιταργίζεσθε

λιταργιζέσθων, λιταργιζέσθωσαν

부정사 λιταργίζεσθαι

분사 남성여성중성
λιταργιζομενος

λιταργιζομενου

λιταργιζομενη

λιταργιζομενης

λιταργιζομενον

λιταργιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to slip away

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION