Ancient Greek-English Dictionary Language

λέχομαι

Non-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λέχομαι λέξομαι ἐλεξάμην λέλοχα

Structure: λέχ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. I lie down

Conjugation

Present tense

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

Perfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εὑρήσεισ δὲ κάτω ὑπὸ σῷ λέχει ἀγχόθι τοίχου πρὸσ κεφαλῆσ. (Lucian, Alexander, (no name) 50:5)
  • τίσ γὰρ οὐκ οἶδεν κυανοπλοκάμου Θήβασ ἐύ̈δμ[ατον πόλι]ν, ἢ τὰν μεγαλώνυ]μον Αἴγιναν, μεγίστου Ζηνὸσ ἃ πλαθεῖσα λέ]χει τέκεν ἡρ́ω δ̣ (Bacchylides, , epinicians, ode 9 7:1)
  • εἰ καί σε κεδνὰ τέκεν λέχει Διὸσ ὑπὸ κρόταφον Ἴδασ μιγεῖσα Φοίνικοσ ἐρα‐ τώνυμοσ κόρα βροτῶν φέρτατον, ἀλλὰ κἀμὲ Πιτθέοσ θυγάτηρ ἀφνεοῦ πλαθεῖσα ποντίῳ τέκεν Ποσειδᾶνι, χρύσεον τέ ϝοι δόσαν ἰόπλοκοι κάλυμμα Νηρηί̈δεσ. (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17 2:3)
  • πῶσ οὐ πόσιν κτείνασα πατρῴουσ δόμουσ ἡμῖν προσῆψασ, ἀλλ’ ἐπηνέγκω λέχει τἀλλότρια, μισθοῦ τοὺσ γάμουσ ὠνουμένη; (Euripides, episode, anapests 5:2)
  • Ναὶ̈σ εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρείοισ’ ἔτικτεν, Γαίασ θυγάτηρ. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 9 5:1)

Synonyms

  1. I lie down

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION