- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: laros 고전 발음: [라로] 신약 발음: [라로]

기본형: λαρός λαρόν

형태분석: λαρ (어간) + ος (어미)

  1. 단, 달콤한, 사치스러운, 고운
  2. 사랑스러운, 아리따운
  1. pleasant to the taste, dainty, sweet
  2. pleasant to the smell
  3. pleasant to the eye, lovely
  4. pleasant to the ear, sweet to hear

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λαρός

단 (이)가

λάρον

단 (것)가

속격 λαροῦ

단 (이)의

λάρου

단 (것)의

여격 λαρῷ

단 (이)에게

λάρῳ

단 (것)에게

대격 λαρόν

단 (이)를

λάρον

단 (것)를

호격 λαρέ

단 (이)야

λάρον

단 (것)야

쌍수주/대/호 λαρώ

단 (이)들이

λάρω

단 (것)들이

속/여 λαροῖν

단 (이)들의

λάροιν

단 (것)들의

복수주격 λαροί

단 (이)들이

λάρα

단 (것)들이

속격 λαρῶν

단 (이)들의

λάρων

단 (것)들의

여격 λαροῖς

단 (이)들에게

λάροις

단 (것)들에게

대격 λαρούς

단 (이)들을

λάρα

단 (것)들을

호격 λαροί

단 (이)들아

λάρα

단 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λαρός

λαροῦ

단 (이)의

λαρώτερος

λαρωτεροῦ

더 단 (이)의

λαρώτατος

λαρωτατοῦ

가장 단 (이)의

부사 λάρως

λαρώτερον

λαρώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ στρουθὸν καὶ γλαῦκα καὶ λάρον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ (Septuagint, Liber Leviticus 11:15)

    (70인역 성경, 레위기 11:15)

  • καὶ στρουθὸν καί γλαῦκα καὶ λάρον (Septuagint, Liber Deuteronomii 14:15)

    (70인역 성경, 신명기 14:15)

  • ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς εἶτα φιμώσητε τούτου τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, αὖθις ἐς τἀρχαῖον ὑμῖν, εἴ τι κἀξημάρτετε, ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα τῇ πόλει συνοίσεται. (Aristophanes, Clouds, Parabasis, epirrheme10)

    (아리스토파네스, Clouds, Parabasis, epirrheme10)

  • ἢν δ Ἡρακλέει θύῃ τι, λάρῳ ναστοὺς θύειν μελιτοῦντας: (Aristophanes, Birds, Agon, antepirrheme10)

    (아리스토파네스, Birds, Agon, antepirrheme10)

  • σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων, πεινῶντι λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, νήστης, ἀλλοτρίων εὖ εἰδὼς δειπνοσυνάων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 4:2)

  • ὅπως μὴ ταῦτα λέγῃς ποτέ, πάνυ εὔλογα, ἢν λέγηται, καὶ ἄφυκτα ἡμῖν, ὡς οὐκ ἀδικοῦμεν μὴ προμηνύσαντες, ἄκουσον ἐξ ἀρχῆς ἁπάντων, καὶ τὸ δίκτυόν τε αὐτὸ καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον ἔκτοσθεν ἐπὶ σχολῆς, ἀλλὰ μὴ ἔνδοθεν ἐκ τοῦ μυχοῦ προεπισκόπησον, καὶ τοῦ ἀγκίστρου δὲ τὸ ἀγκύλον καὶ τὴν εἰς τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοπος ἀναστροφὴν καὶ τῆς τριαίνης τὰς ἀκμὰς εἰς τὰς χεῖρας λαβὼν καὶ πρὸς τὴν γνάθον πεφυσημένην ἀποπειρώμενος, ἢν μὴ πάνυ ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα, ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς καὶ διὰ τοῦτο πεινῶσιν ἀνάγραφε, σεαυτὸν δὲ παρακαλέσας θαρρεῖν ἐπιχείρει τῇ ἄγρᾳ, εἰ θέλεις, καθάπερ ὁ λάρος ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ. (Lucian, De mercede, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 3:4)

  • λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν. (Aristotle, Episode14)

    (아리스토텔레스, Episode14)

  • "ἀποφέρεται τὸ ἆθλον ἐκ τῆς βρογχοπαρατάξεως ὁ λάρος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 53 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 53 1:4)

  • οἱ δὲ τὸν ἑξῆς ὑπατεύσαντες ἐνιαυτὸν Λάρος Ἑρμίνιος καὶ Τίτος Οὐεργίνιος: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 51 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 51 1:1)

유의어

  1. pleasant to the smell

  2. 사랑스러운

  3. pleasant to the ear

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION