Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυνικός κυνική κυνικόν

Structure: κυνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/wn

Sense

  1. doglike

Examples

  • καὶ , γυναῖκασ ἐπιδεικνύντεσ τὰ αἰδοῖα κυνικώτερον οὔτε γάμων ἔφασαν οὔτε παίδων ἀπορήσειν, ἄχρι οὗ ταῦτα μεθ’ ἑαυτῶν ἔχωσιν εὐπρεπέστερον δ’ ἐστὶ καὶ σεμνότερον εἰπεῖν ὡσ, ὅπου καὶ ὅτῳ μετρίων πρὸσ τὸν βίον εὐπορεῖν συμβέβηκεν, ἐνταῦθ’ οὗτοσ οὔτ’ ἄπολισ οὔτ’ ἀνέστιοσ οὔτε ξένοσ ἐστί· (Plutarch, De exilio, section 7 2:1)
  • " κυνικώτερον "ἀνέχου" "ἀπέχου". (Epictetus, Works, book 0 9:5)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION