Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυνικός κυνική κυνικόν

Structure: κυνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/wn

Sense

  1. doglike

Examples

  • κατέλαβον δὲ κυνικοὺσ μὲν ἀνακειμένουσ ἕξ, ἕνα δὲ κύνουλκον Καρνεῖον τὸν Μεγαρικόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 457)
  • ὁμόνοιαν ἀδελφῶν διέστησεν, ἀνθρώπουσ δὲ κυνικοὺσ καὶ διαβόλουσ ἐν μέσῳ λαμβάνοντεσ αὑτῶν καὶ περιπταίοντεσ οὐ συνορῶσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 4:1)
  • ἀδελφῶν διέστησεν, ἀνθρώπουσ δὲ κυνικοὺσ καὶ διαβόλουσ ἐν μέσῳ λαμβάνοντεσ αὑτῶν καὶ περιπταίοντεσ οὐ συνορῶσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 11:1)
  • οὐ μὴν οὐδὲ ἐκεῖνο λανθάνει με, ὅτι τοὺσ ἐν τούτῳ τῷ σχήματι σύνηθεσ μέν ἐστι τοῖσ πολλοῖσ Κυνικοὺσ καλεῖν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 2:1)
  • Ἐπειδὴ δὲ τοὺσ ἀπ’ Ἀριστίππου διεληλύθαμεν καὶ Φαίδωνοσ, νῦν ἑλκύσωμεν τοὺσ ἀπ’ Ἀντισθένουσ κυνικούσ τε καὶ στωικούσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. ANTISQENHS 19:9)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION