Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυνικός κυνική κυνικόν

Structure: κυνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/wn

Sense

  1. doglike

Examples

  • τοῦ δὲ ἠθικοῦ γεγόνασιν αἱρέσεισ δέκα, Ἀκαδημαϊκή, Κυρηναϊκή, Ἠλιακή, Μεγαρική, Κυνική, Ἐρετρική, Διαλεκτική, Περιπατητική, Στωϊκή, Ἐπικούρειοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 18:8)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION