Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυνικός κυνική κυνικόν

Structure: κυνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/wn

Sense

  1. doglike

Examples

  • ἦν δ’ εὔστοχοσ ὁ Κτησίβιοσ καὶ χαρίεισ περὶ τὸ γελοῖον διὸ καὶ πάντεσ αὐτὸν ἐπὶ τὰ συμπόσια παρεκάλουν οὐχ ὥσπερ σύ, κυνικέ, ὁ μηδέποτε ταῖσ Χάρισιν, ἀλλ’ οὐδὲ ταῖσ Μούσαισ θύσασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 55 1:4)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION