Ancient Greek-English Dictionary Language

κυνικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυνικός κυνική κυνικόν

Structure: κυνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/wn

Sense

  1. doglike

Examples

  • "οὐ γὰρ φιλικὸν οὐδὲ συμποτικὸν οἶμαι προοίμιον εὐωχίασ ὑφόρασισ καὶ ἁρπασμὸσ καὶ χειρῶν ἅμιλλα καὶ διαγκωνισμόσ, ἀλλ’ ἄτοπα καὶ κυνικὰ καὶ τελευτῶντα πολλάκισ εἰσ λοιδορίασ καὶ ὀργὰσ οὐ κατ’ ἀλλήλων μόνον ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν τραπεζοκόμων καὶ κατὰ τῶν ἑστιώντων. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 6:5)
  • οὐ γὰρ ἐκ τῆσ κοιλίασ ἐξελθόντα δύναται Κυνικὰ εἶναι· (Epictetus, Works, book 3, 74:4)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION