헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κτερείζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κτερείζω

형태분석: κτερείζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from kte/rea

  1. 지불하다, 내다
  1. to bury with due honours
  2. to pay

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κτερείζω

κτερείζεις

κτερείζει

쌍수 κτερείζετον

κτερείζετον

복수 κτερείζομεν

κτερείζετε

κτερείζουσιν*

접속법단수 κτερείζω

κτερείζῃς

κτερείζῃ

쌍수 κτερείζητον

κτερείζητον

복수 κτερείζωμεν

κτερείζητε

κτερείζωσιν*

기원법단수 κτερείζοιμι

κτερείζοις

κτερείζοι

쌍수 κτερείζοιτον

κτερειζοίτην

복수 κτερείζοιμεν

κτερείζοιτε

κτερείζοιεν

명령법단수 κτέρειζε

κτερειζέτω

쌍수 κτερείζετον

κτερειζέτων

복수 κτερείζετε

κτερειζόντων, κτερειζέτωσαν

부정사 κτερείζειν

분사 남성여성중성
κτερειζων

κτερειζοντος

κτερειζουσα

κτερειζουσης

κτερειζον

κτερειζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κτερείζομαι

κτερείζει, κτερείζῃ

κτερείζεται

쌍수 κτερείζεσθον

κτερείζεσθον

복수 κτερειζόμεθα

κτερείζεσθε

κτερείζονται

접속법단수 κτερείζωμαι

κτερείζῃ

κτερείζηται

쌍수 κτερείζησθον

κτερείζησθον

복수 κτερειζώμεθα

κτερείζησθε

κτερείζωνται

기원법단수 κτερειζοίμην

κτερείζοιο

κτερείζοιτο

쌍수 κτερείζοισθον

κτερειζοίσθην

복수 κτερειζοίμεθα

κτερείζοισθε

κτερείζοιντο

명령법단수 κτερείζου

κτερειζέσθω

쌍수 κτερείζεσθον

κτερειζέσθων

복수 κτερείζεσθε

κτερειζέσθων, κτερειζέσθωσαν

부정사 κτερείζεσθαι

분사 남성여성중성
κτερειζομενος

κτερειζομενου

κτερειζομενη

κτερειζομενης

κτερειζομενον

κτερειζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 지불하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION