헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεκτίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεκτίνω προσεκτίσω

형태분석: προς (접두사) + ἐκ (접두사) + τίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pay in addition

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίνω

προσεκτίνεις

προσεκτίνει

쌍수 προσεκτίνετον

προσεκτίνετον

복수 προσεκτίνομεν

προσεκτίνετε

προσεκτίνουσιν*

접속법단수 προσεκτίνω

προσεκτίνῃς

προσεκτίνῃ

쌍수 προσεκτίνητον

προσεκτίνητον

복수 προσεκτίνωμεν

προσεκτίνητε

προσεκτίνωσιν*

기원법단수 προσεκτίνοιμι

προσεκτίνοις

προσεκτίνοι

쌍수 προσεκτίνοιτον

προσεκτινοίτην

복수 προσεκτίνοιμεν

προσεκτίνοιτε

προσεκτίνοιεν

명령법단수 προσεκτίνε

προσεκτινέτω

쌍수 προσεκτίνετον

προσεκτινέτων

복수 προσεκτίνετε

προσεκτινόντων, προσεκτινέτωσαν

부정사 προσεκτίνειν

분사 남성여성중성
προσεκτινων

προσεκτινοντος

προσεκτινουσα

προσεκτινουσης

προσεκτινον

προσεκτινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίνομαι

προσεκτίνει, προσεκτίνῃ

προσεκτίνεται

쌍수 προσεκτίνεσθον

προσεκτίνεσθον

복수 προσεκτινόμεθα

προσεκτίνεσθε

προσεκτίνονται

접속법단수 προσεκτίνωμαι

προσεκτίνῃ

προσεκτίνηται

쌍수 προσεκτίνησθον

προσεκτίνησθον

복수 προσεκτινώμεθα

προσεκτίνησθε

προσεκτίνωνται

기원법단수 προσεκτινοίμην

προσεκτίνοιο

προσεκτίνοιτο

쌍수 προσεκτίνοισθον

προσεκτινοίσθην

복수 προσεκτινοίμεθα

προσεκτίνοισθε

προσεκτίνοιντο

명령법단수 προσεκτίνου

προσεκτινέσθω

쌍수 προσεκτίνεσθον

προσεκτινέσθων

복수 προσεκτίνεσθε

προσεκτινέσθων, προσεκτινέσθωσαν

부정사 προσεκτίνεσθαι

분사 남성여성중성
προσεκτινομενος

προσεκτινομενου

προσεκτινομενη

προσεκτινομενης

προσεκτινομενον

προσεκτινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίσω

προσεκτίσεις

προσεκτίσει

쌍수 προσεκτίσετον

προσεκτίσετον

복수 προσεκτίσομεν

προσεκτίσετε

προσεκτίσουσιν*

기원법단수 προσεκτίσοιμι

προσεκτίσοις

προσεκτίσοι

쌍수 προσεκτίσοιτον

προσεκτισοίτην

복수 προσεκτίσοιμεν

προσεκτίσοιτε

προσεκτίσοιεν

부정사 προσεκτίσειν

분사 남성여성중성
προσεκτισων

προσεκτισοντος

προσεκτισουσα

προσεκτισουσης

προσεκτισον

προσεκτισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκτίσομαι

προσεκτίσει, προσεκτίσῃ

προσεκτίσεται

쌍수 προσεκτίσεσθον

προσεκτίσεσθον

복수 προσεκτισόμεθα

προσεκτίσεσθε

προσεκτίσονται

기원법단수 προσεκτισοίμην

προσεκτίσοιο

προσεκτίσοιτο

쌍수 προσεκτίσοισθον

προσεκτισοίσθην

복수 προσεκτισοίμεθα

προσεκτίσοισθε

προσεκτίσοιντο

부정사 προσεκτίσεσθαι

분사 남성여성중성
προσεκτισομενος

προσεκτισομενου

προσεκτισομενη

προσεκτισομενης

προσεκτισομενον

προσεκτισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pay in addition

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION