헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόρος

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόρος

어원: Prob. from kei/rw, one who has cut his hair short on emerging from boyhood.

  1. 소년, 젊은이, 남자, 남자아이
  2. 아들, 후사
  1. a boy, lad, stripling, young men, warriors, servants
  2. a son

예문

  • κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Πλάτωνα κόροσ οὐδεὶσ τῶν καλῶν. (Lucian, Dipsades 15:4)

    (루키아노스, Dipsades 15:4)

  • καίτοι τάσ γε ἀπάτασ, ὦ Ἑρμῆ, τὰσ τοιαύτασ συμποτικὰσ οὔσασ οὐ χρή, οἶμαι, ἀπομνημονεύειν, ἀλλ’ εἰ καί τι ἡμάρτηται μεταξὺ εὐωχουμένων, παιδιὰν ἡγεῖσθαι καὶ αὐτοῦ ἐν τῷ συμποσίῳ καταλιπεῖν τὴν ὀργὴν ἐσ δὲ τὴν αὔριον ταμιεύεσθαι τὸ μῖσοσ καὶ μνησικακεῖν καὶ ἑώλόν τινα μῆνιν διαφυλάττειν, ἄπαγε, οὔτε θεοῖσ πρέπον οὔτε ἄλλωσ βασιλικὸν ἢν γοῦν ἀφέλῃ τισ τῶν συμποσίων τὰσ κομψείασ ταύτασ, ἀπάτην καὶ σκώμματα καὶ τὸ διασιλλαίνειν καὶ ἐπιγελᾶν, τὸ καταλειπόμενόν ἐστι μέθη καὶ κόροσ καὶ σιωπή, σκυθρωπὰ καὶ ἀτερπῆ πράγματα καὶ ἥκιστα συμποσίῳ πρέποντα. (Lucian, Prometheus, (no name) 8:1)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 8:1)

  • κἀπειδὴ κόροσ ἦν, ἀνεπαυόμεθα ὡσ εἶχεν ἕκαστοσ ἱκανῶσ ὑποβεβρεγμένοι. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 27:5)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 27:5)

  • φησὶ γὰρ ὁ φυσικόσ ἤδη γάρ ποτ’ ἐγὼ γενόμην κούρη τε κόροσ τε, θάμνοσ τ’ οἰωνόσ τε καὶ ἐξ ἁλὸσ ἔμποροσ ἰχθύσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 692)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 692)

  • ἀνιαρὸν γὰρ ὁ κόροσ καὶ τῶν πάνυ ἡδέων, ἡ δὲ συμμετρία πανταχῇ χρήσιμον. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 51 2:2)

    (디오니시오스, , chapter 51 2:2)

유의어

  1. 소년

  2. 아들

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION