κόρις
Third declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κόρις
κόρεως
Structure:
κορι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- bedbug
- a type of fish
- a type of St John's wort
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "πέντε οὐδ’ ὅλων ἡμερῶν ὄψεσθε αὐτὸν ἐνταῦθά που ἐν ἡμῖν τὰ ὅμοια ποτνιώμενον νῦν μὲν γὰρ ὥσπερ τὰ καινὰ τῶν ὑποδημάτων ἐν τιμῇ τινι καὶ ἐπιμελείᾳ ἐστίν, ἐπειδὰν δὲ πατηθῇ πολλάκισ καὶ ὑπὸ τοῦ πηλοῦ ἀναπλασθῇ, ὑπὸ τῇ κλίνῃ ἀθλίωσ ἐρρίψεται κόρεων ὥσπερ ἡμεῖσ ἀνάπλεωσ. (Lucian, De mercede, (no name) 17:9)
- ἀντὶ δὲ κλίνησ στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν, ἣ τοὺσ εὕδοντασ ἐγείρει· (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:5)
- ἀλλ’ οὐκ ἐῶσί μ’ ἐξενεγκεῖν οἱ κόρεισ. (Aristophanes, Clouds, Lyric-Scene6)
- ὑπὸ τῶν κόρεων εἴ μού τι περιλειφθήσεται. (Aristophanes, Clouds, Lyric-Scene, iambics15)
- ἀλλ’ ὦνπερ ἕνεκα τήνδε τὴν σκευὴν ἔχων ἦλθον κατὰ σὴν μίμησιν, ἵνα μοι τοὺσ ξένουσ τοὺσ σοὺσ φράσειασ, εἰ δεοίμην, οἷσι σὺ ἐχρῶ τόθ’, ἡνίκ’ ἐπὶ τὸν Κέρβερον, τούτουσ φράσον μοι, λιμένασ ἀρτοπώλια πορνεῖ’ ἀναπαύλασ ἐκτροπὰσ κρήνασ ὁδοὺσ πόλεισ διαίτασ πανδοκευτρίασ, ὅπου κόρεισ ὀλίγιστοι. (Aristophanes, Frogs, Prologue 4:14)
- οἱ κόρισ ἄχρι κόρου κορέσαντό μου· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1131)
- ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸσ τοὺσ κόρισ ἐκκορίσασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1132)
Synonyms
-
a type of fish
-
a type of St John's wort