Ancient Greek-English Dictionary Language

κομπέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κομπέω

Structure: κομπέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ko/mpos

Sense

  1. to ring, clash
  2. to speak big, boast, brag, vaunt, to speak a boastful
  3. to boast of, to be boasted of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κομπῶ κομπεῖς κομπεῖ
Dual κομπεῖτον κομπεῖτον
Plural κομποῦμεν κομπεῖτε κομποῦσιν*
SubjunctiveSingular κομπῶ κομπῇς κομπῇ
Dual κομπῆτον κομπῆτον
Plural κομπῶμεν κομπῆτε κομπῶσιν*
OptativeSingular κομποῖμι κομποῖς κομποῖ
Dual κομποῖτον κομποίτην
Plural κομποῖμεν κομποῖτε κομποῖεν
ImperativeSingular κόμπει κομπείτω
Dual κομπεῖτον κομπείτων
Plural κομπεῖτε κομπούντων, κομπείτωσαν
Infinitive κομπεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
κομπων κομπουντος κομπουσα κομπουσης κομπουν κομπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κομποῦμαι κομπεῖ, κομπῇ κομπεῖται
Dual κομπεῖσθον κομπεῖσθον
Plural κομπούμεθα κομπεῖσθε κομποῦνται
SubjunctiveSingular κομπῶμαι κομπῇ κομπῆται
Dual κομπῆσθον κομπῆσθον
Plural κομπώμεθα κομπῆσθε κομπῶνται
OptativeSingular κομποίμην κομποῖο κομποῖτο
Dual κομποῖσθον κομποίσθην
Plural κομποίμεθα κομποῖσθε κομποῖντο
ImperativeSingular κομποῦ κομπείσθω
Dual κομπεῖσθον κομπείσθων
Plural κομπεῖσθε κομπείσθων, κομπείσθωσαν
Infinitive κομπεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κομπουμενος κομπουμενου κομπουμενη κομπουμενης κομπουμενον κομπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to ring

  2. to speak big

  3. to boast of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION