헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόμη

형태분석: κομ (어간) + η (어미)

  1. 머리카락, 털, 가발, 두발, 머리털, 머리, 털 한 가닥
  2. 잎, 나뭇잎
  1. the hair, hair of the head, the hair, the hair, hair, a wig
  2. the foliage, leaves

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόμη

머리카락이

κόμᾱ

머리카락들이

κόμαι

머리카락들이

속격 κόμης

머리카락의

κόμαιν

머리카락들의

κομῶν

머리카락들의

여격 κόμῃ

머리카락에게

κόμαιν

머리카락들에게

κόμαις

머리카락들에게

대격 κόμην

머리카락을

κόμᾱ

머리카락들을

κόμᾱς

머리카락들을

호격 κόμη

머리카락아

κόμᾱ

머리카락들아

κόμαι

머리카락들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡμεῖσ δὲ σοί, Ποδάγρα, πρώταισ ἐάροσ ἐν ὡρ́αισ μύσται τελοῦμεν οἴκτουσ, ὅτε πᾶσ χλοητόκοισι ποίαισ τέθηλε λειμών, Ζεφύρου δὲ δένδρα πνοιαῖσ ἁπαλοῖσ κομᾷ πετήλοισ, ἁ δύσγαμοσ κατ̓ οἴκουσ μερόπων θροεῖ χελιδών, καὶ νυκτέροισ καθ̓ ὕλαν τὸν Ἴτυν στένει δακρύουσ1̓ Ἀτθὶσ γόοισ ἀηδών. (Lucian, 9)

    (루키아노스, 9)

  • σὺ δὲ κόμα, ὦ Ἄπολλον, καὶ κιθάριζε καὶ μέγα ἐπὶ τῷ κάλλει φρόνει, κἀγὼ ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ καὶ τῇ λύρᾳ· (Lucian, Dialogi deorum, 3:2)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:2)

  • μέγασ δὲ βασιλεὺσ οὐχὶ διὰ τοῦτον κομᾷ; (Aristophanes, Plutus, Prologue 4:1)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 4:1)

  • Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν Ξενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαισ, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων, εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάοσ. (Pindar, Odes, isthmian odes, isthmian 2 5:1)

    (핀다르, Odes, isthmian odes, isthmian 2 5:1)

  • ἄμμι δ’, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόϊ στέφανον. (Pindar, Odes, isthmian odes, isthmian 7 16:1)

    (핀다르, Odes, isthmian odes, isthmian 7 16:1)

유의어

  1. 머리카락

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION