헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοιμάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοιμάω κοιμήσω ἐκοίμησα κεκοίμημαι ἐκοιμήθην

형태분석: κοιμά (어간) + ω (인칭어미)

어원: kei=mai

  1. 재우다
  1. put to sleep, lull

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιμῶ

(나는) 재운다

κοιμᾷς

(너는) 재운다

κοιμᾷ

(그는) 재운다

쌍수 κοιμᾶτον

(너희 둘은) 재운다

κοιμᾶτον

(그 둘은) 재운다

복수 κοιμῶμεν

(우리는) 재운다

κοιμᾶτε

(너희는) 재운다

κοιμῶσιν*

(그들은) 재운다

접속법단수 κοιμῶ

(나는) 재우자

κοιμῇς

(너는) 재우자

κοιμῇ

(그는) 재우자

쌍수 κοιμῆτον

(너희 둘은) 재우자

κοιμῆτον

(그 둘은) 재우자

복수 κοιμῶμεν

(우리는) 재우자

κοιμῆτε

(너희는) 재우자

κοιμῶσιν*

(그들은) 재우자

기원법단수 κοιμῷμι

(나는) 재우기를 (바라다)

κοιμῷς

(너는) 재우기를 (바라다)

κοιμῷ

(그는) 재우기를 (바라다)

쌍수 κοιμῷτον

(너희 둘은) 재우기를 (바라다)

κοιμῴτην

(그 둘은) 재우기를 (바라다)

복수 κοιμῷμεν

(우리는) 재우기를 (바라다)

κοιμῷτε

(너희는) 재우기를 (바라다)

κοιμῷεν

(그들은) 재우기를 (바라다)

명령법단수 κοίμᾱ

(너는) 재우어라

κοιμᾱ́τω

(그는) 재우어라

쌍수 κοιμᾶτον

(너희 둘은) 재우어라

κοιμᾱ́των

(그 둘은) 재우어라

복수 κοιμᾶτε

(너희는) 재우어라

κοιμώντων, κοιμᾱ́τωσαν

(그들은) 재우어라

부정사 κοιμᾶν

재우는 것

분사 남성여성중성
κοιμων

κοιμωντος

κοιμωσα

κοιμωσης

κοιμων

κοιμωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιμῶμαι

(나는) 재워진다

κοιμᾷ

(너는) 재워진다

κοιμᾶται

(그는) 재워진다

쌍수 κοιμᾶσθον

(너희 둘은) 재워진다

κοιμᾶσθον

(그 둘은) 재워진다

복수 κοιμώμεθα

(우리는) 재워진다

κοιμᾶσθε

(너희는) 재워진다

κοιμῶνται

(그들은) 재워진다

접속법단수 κοιμῶμαι

(나는) 재워지자

κοιμῇ

(너는) 재워지자

κοιμῆται

(그는) 재워지자

쌍수 κοιμῆσθον

(너희 둘은) 재워지자

κοιμῆσθον

(그 둘은) 재워지자

복수 κοιμώμεθα

(우리는) 재워지자

κοιμῆσθε

(너희는) 재워지자

κοιμῶνται

(그들은) 재워지자

기원법단수 κοιμῴμην

(나는) 재워지기를 (바라다)

κοιμῷο

(너는) 재워지기를 (바라다)

κοιμῷτο

(그는) 재워지기를 (바라다)

쌍수 κοιμῷσθον

(너희 둘은) 재워지기를 (바라다)

κοιμῴσθην

(그 둘은) 재워지기를 (바라다)

복수 κοιμῴμεθα

(우리는) 재워지기를 (바라다)

κοιμῷσθε

(너희는) 재워지기를 (바라다)

κοιμῷντο

(그들은) 재워지기를 (바라다)

명령법단수 κοιμῶ

(너는) 재워져라

κοιμᾱ́σθω

(그는) 재워져라

쌍수 κοιμᾶσθον

(너희 둘은) 재워져라

κοιμᾱ́σθων

(그 둘은) 재워져라

복수 κοιμᾶσθε

(너희는) 재워져라

κοιμᾱ́σθων, κοιμᾱ́σθωσαν

(그들은) 재워져라

부정사 κοιμᾶσθαι

재워지는 것

분사 남성여성중성
κοιμωμενος

κοιμωμενου

κοιμωμενη

κοιμωμενης

κοιμωμενον

κοιμωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιμήσω

(나는) 재우겠다

κοιμήσεις

(너는) 재우겠다

κοιμήσει

(그는) 재우겠다

쌍수 κοιμήσετον

(너희 둘은) 재우겠다

κοιμήσετον

(그 둘은) 재우겠다

복수 κοιμήσομεν

(우리는) 재우겠다

κοιμήσετε

(너희는) 재우겠다

κοιμήσουσιν*

(그들은) 재우겠다

기원법단수 κοιμήσοιμι

(나는) 재우겠기를 (바라다)

κοιμήσοις

(너는) 재우겠기를 (바라다)

κοιμήσοι

(그는) 재우겠기를 (바라다)

쌍수 κοιμήσοιτον

(너희 둘은) 재우겠기를 (바라다)

κοιμησοίτην

(그 둘은) 재우겠기를 (바라다)

복수 κοιμήσοιμεν

(우리는) 재우겠기를 (바라다)

κοιμήσοιτε

(너희는) 재우겠기를 (바라다)

κοιμήσοιεν

(그들은) 재우겠기를 (바라다)

부정사 κοιμήσειν

재울 것

분사 남성여성중성
κοιμησων

κοιμησοντος

κοιμησουσα

κοιμησουσης

κοιμησον

κοιμησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιμήσομαι

(나는) 재워지겠다

κοιμήσει, κοιμήσῃ

(너는) 재워지겠다

κοιμήσεται

(그는) 재워지겠다

쌍수 κοιμήσεσθον

(너희 둘은) 재워지겠다

κοιμήσεσθον

(그 둘은) 재워지겠다

복수 κοιμησόμεθα

(우리는) 재워지겠다

κοιμήσεσθε

(너희는) 재워지겠다

κοιμήσονται

(그들은) 재워지겠다

기원법단수 κοιμησοίμην

(나는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμήσοιο

(너는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμήσοιτο

(그는) 재워지겠기를 (바라다)

쌍수 κοιμήσοισθον

(너희 둘은) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμησοίσθην

(그 둘은) 재워지겠기를 (바라다)

복수 κοιμησοίμεθα

(우리는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμήσοισθε

(너희는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμήσοιντο

(그들은) 재워지겠기를 (바라다)

부정사 κοιμήσεσθαι

재워질 것

분사 남성여성중성
κοιμησομενος

κοιμησομενου

κοιμησομενη

κοιμησομενης

κοιμησομενον

κοιμησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιμηθήσομαι

(나는) 재워지겠다

κοιμηθήσῃ

(너는) 재워지겠다

κοιμηθήσεται

(그는) 재워지겠다

쌍수 κοιμηθήσεσθον

(너희 둘은) 재워지겠다

κοιμηθήσεσθον

(그 둘은) 재워지겠다

복수 κοιμηθησόμεθα

(우리는) 재워지겠다

κοιμηθήσεσθε

(너희는) 재워지겠다

κοιμηθήσονται

(그들은) 재워지겠다

기원법단수 κοιμηθησοίμην

(나는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμηθήσοιο

(너는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμηθήσοιτο

(그는) 재워지겠기를 (바라다)

쌍수 κοιμηθήσοισθον

(너희 둘은) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμηθησοίσθην

(그 둘은) 재워지겠기를 (바라다)

복수 κοιμηθησοίμεθα

(우리는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμηθήσοισθε

(너희는) 재워지겠기를 (바라다)

κοιμηθήσοιντο

(그들은) 재워지겠기를 (바라다)

부정사 κοιμηθήσεσθαι

재워질 것

분사 남성여성중성
κοιμηθησομενος

κοιμηθησομενου

κοιμηθησομενη

κοιμηθησομενης

κοιμηθησομενον

κοιμηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοίμων

(나는) 재우고 있었다

ἐκοίμᾱς

(너는) 재우고 있었다

ἐκοίμᾱν*

(그는) 재우고 있었다

쌍수 ἐκοιμᾶτον

(너희 둘은) 재우고 있었다

ἐκοιμᾱ́την

(그 둘은) 재우고 있었다

복수 ἐκοιμῶμεν

(우리는) 재우고 있었다

ἐκοιμᾶτε

(너희는) 재우고 있었다

ἐκοίμων

(그들은) 재우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοιμώμην

(나는) 재워지고 있었다

ἐκοιμῶ

(너는) 재워지고 있었다

ἐκοιμᾶτο

(그는) 재워지고 있었다

쌍수 ἐκοιμᾶσθον

(너희 둘은) 재워지고 있었다

ἐκοιμᾱ́σθην

(그 둘은) 재워지고 있었다

복수 ἐκοιμώμεθα

(우리는) 재워지고 있었다

ἐκοιμᾶσθε

(너희는) 재워지고 있었다

ἐκοιμῶντο

(그들은) 재워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοίμησα

(나는) 재우었다

ἐκοίμησας

(너는) 재우었다

ἐκοίμησεν*

(그는) 재우었다

쌍수 ἐκοιμήσατον

(너희 둘은) 재우었다

ἐκοιμησάτην

(그 둘은) 재우었다

복수 ἐκοιμήσαμεν

(우리는) 재우었다

ἐκοιμήσατε

(너희는) 재우었다

ἐκοίμησαν

(그들은) 재우었다

접속법단수 κοιμήσω

(나는) 재우었자

κοιμήσῃς

(너는) 재우었자

κοιμήσῃ

(그는) 재우었자

쌍수 κοιμήσητον

(너희 둘은) 재우었자

κοιμήσητον

(그 둘은) 재우었자

복수 κοιμήσωμεν

(우리는) 재우었자

κοιμήσητε

(너희는) 재우었자

κοιμήσωσιν*

(그들은) 재우었자

기원법단수 κοιμήσαιμι

(나는) 재우었기를 (바라다)

κοιμήσαις

(너는) 재우었기를 (바라다)

κοιμήσαι

(그는) 재우었기를 (바라다)

쌍수 κοιμήσαιτον

(너희 둘은) 재우었기를 (바라다)

κοιμησαίτην

(그 둘은) 재우었기를 (바라다)

복수 κοιμήσαιμεν

(우리는) 재우었기를 (바라다)

κοιμήσαιτε

(너희는) 재우었기를 (바라다)

κοιμήσαιεν

(그들은) 재우었기를 (바라다)

명령법단수 κοίμησον

(너는) 재우었어라

κοιμησάτω

(그는) 재우었어라

쌍수 κοιμήσατον

(너희 둘은) 재우었어라

κοιμησάτων

(그 둘은) 재우었어라

복수 κοιμήσατε

(너희는) 재우었어라

κοιμησάντων

(그들은) 재우었어라

부정사 κοιμήσαι

재우었는 것

분사 남성여성중성
κοιμησᾱς

κοιμησαντος

κοιμησᾱσα

κοιμησᾱσης

κοιμησαν

κοιμησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοιμησάμην

(나는) 재워졌다

ἐκοιμήσω

(너는) 재워졌다

ἐκοιμήσατο

(그는) 재워졌다

쌍수 ἐκοιμήσασθον

(너희 둘은) 재워졌다

ἐκοιμησάσθην

(그 둘은) 재워졌다

복수 ἐκοιμησάμεθα

(우리는) 재워졌다

ἐκοιμήσασθε

(너희는) 재워졌다

ἐκοιμήσαντο

(그들은) 재워졌다

접속법단수 κοιμήσωμαι

(나는) 재워졌자

κοιμήσῃ

(너는) 재워졌자

κοιμήσηται

(그는) 재워졌자

쌍수 κοιμήσησθον

(너희 둘은) 재워졌자

κοιμήσησθον

(그 둘은) 재워졌자

복수 κοιμησώμεθα

(우리는) 재워졌자

κοιμήσησθε

(너희는) 재워졌자

κοιμήσωνται

(그들은) 재워졌자

기원법단수 κοιμησαίμην

(나는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμήσαιο

(너는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμήσαιτο

(그는) 재워졌기를 (바라다)

쌍수 κοιμήσαισθον

(너희 둘은) 재워졌기를 (바라다)

κοιμησαίσθην

(그 둘은) 재워졌기를 (바라다)

복수 κοιμησαίμεθα

(우리는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμήσαισθε

(너희는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμήσαιντο

(그들은) 재워졌기를 (바라다)

명령법단수 κοίμησαι

(너는) 재워졌어라

κοιμησάσθω

(그는) 재워졌어라

쌍수 κοιμήσασθον

(너희 둘은) 재워졌어라

κοιμησάσθων

(그 둘은) 재워졌어라

복수 κοιμήσασθε

(너희는) 재워졌어라

κοιμησάσθων

(그들은) 재워졌어라

부정사 κοιμήσεσθαι

재워졌는 것

분사 남성여성중성
κοιμησαμενος

κοιμησαμενου

κοιμησαμενη

κοιμησαμενης

κοιμησαμενον

κοιμησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοιμήθην

(나는) 재워졌다

ἐκοιμήθης

(너는) 재워졌다

ἐκοιμήθη

(그는) 재워졌다

쌍수 ἐκοιμήθητον

(너희 둘은) 재워졌다

ἐκοιμηθήτην

(그 둘은) 재워졌다

복수 ἐκοιμήθημεν

(우리는) 재워졌다

ἐκοιμήθητε

(너희는) 재워졌다

ἐκοιμήθησαν

(그들은) 재워졌다

접속법단수 κοιμήθω

(나는) 재워졌자

κοιμήθῃς

(너는) 재워졌자

κοιμήθῃ

(그는) 재워졌자

쌍수 κοιμήθητον

(너희 둘은) 재워졌자

κοιμήθητον

(그 둘은) 재워졌자

복수 κοιμήθωμεν

(우리는) 재워졌자

κοιμήθητε

(너희는) 재워졌자

κοιμήθωσιν*

(그들은) 재워졌자

기원법단수 κοιμηθείην

(나는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμηθείης

(너는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμηθείη

(그는) 재워졌기를 (바라다)

쌍수 κοιμηθείητον

(너희 둘은) 재워졌기를 (바라다)

κοιμηθειήτην

(그 둘은) 재워졌기를 (바라다)

복수 κοιμηθείημεν

(우리는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμηθείητε

(너희는) 재워졌기를 (바라다)

κοιμηθείησαν

(그들은) 재워졌기를 (바라다)

명령법단수 κοιμήθητι

(너는) 재워졌어라

κοιμηθήτω

(그는) 재워졌어라

쌍수 κοιμήθητον

(너희 둘은) 재워졌어라

κοιμηθήτων

(그 둘은) 재워졌어라

복수 κοιμήθητε

(너희는) 재워졌어라

κοιμηθέντων

(그들은) 재워졌어라

부정사 κοιμηθῆναι

재워졌는 것

분사 남성여성중성
κοιμηθεις

κοιμηθεντος

κοιμηθεισα

κοιμηθεισης

κοιμηθεν

κοιμηθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε Κύριοσ πρὸσ Μωυσῆν. ἰδοὺ σὺ κοιμᾷ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστὰσ οὗτοσ ὁ λαὸσ ἐκπορνεύσει ὀπίσω θεῶν ̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀νἀλλοτρίων τῆσ γῆσ, εἰσ ἣν οὗτοσ εἰσπορεύεται, καὶ καταλείψουσί με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 31:16)

    (70인역 성경, 신명기 31:16)

  • καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰσ ἑπτὰ σειρὰσ τῆσ κεφαλῆσ αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰσ τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν. ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματοσ ἐκ τοῦ τοίχου. (Septuagint, Liber Iudicum 16:14)

    (70인역 성경, 판관기 16:14)

  • καὶ ἔσται ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτόν, καὶ γνώσῃ τὸν τόπον ὅπου κοιμᾶται ἐκεῖ, καὶ ἐλεύσῃ καὶ ἀποκαλύψεισ τὰ πρὸσ ποδῶν αὐτοῦ καὶ κοιμηθήσῃ, καὶ αὐτὸσ ἀπαγγελεῖ σοι ἃ ποιήσεισ. (Septuagint, Liber Ruth 3:4)

    (70인역 성경, 룻기 3:4)

  • ἐγένετο δὲ ἐν τῷ μεσονυκτίῳ καὶ ἐξέστη ὁἀνὴρ καὶ ἐταράχθη, καὶ ἰδοὺ γυνὴ κοιμᾶται πρὸσ ποδῶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ruth 3:8)

    (70인역 성경, 룻기 3:8)

  • καὶ κοιμᾶται Σαμουὴλ ἕωσ πρωί̈ καὶ ὤρθρισε τὸ πρωί̈ καὶ ἤνοιξε τὰσ θύρασ οἴκου Κυρίου. καὶ Σαμουὴλ ἐφοβήθη ἀπαγγεῖλαι τὴν ὅρασιν τῷ Ἡλί. (Septuagint, Liber I Samuelis 3:15)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 3:15)

유의어

  1. 재우다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION