헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόγχη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόγχη

형태분석: κογχ (어간) + η (어미)

  1. a mussel or cockle
  2. the case round a seal

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ πᾶσι δὲ τὴν Ἀφροδίτην δύο Τρίτωνεσ ἔφερον ἐπὶ κόγχησ κατακειμένην, ἄνθη παντοῖα ἐπιπάττουσαν τῇ νύμφῃ. (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 3 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 3 1:2)

  • κἂν ἀποθνῄσκων ὁ πατήρ τῳ δῷ καταλείπων παῖδ’ ἐπίκληρον, κλάειν ἡμεῖσ μακρὰ τὴν κεφαλὴν εἰπόντεσ τῇ διαθήκῃ καὶ τῇ κόγχῃ τῇ πάνυ σεμνῶσ τοῖσ σημείοισιν ἐπούσῃ, ἔδομεν ταύτην ὅστισ ἂν ἡμᾶσ ἀντιβολήσασ ἀναπείσῃ. (Aristophanes, Wasps, Agon, epirrheme 1:6)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, epirrheme 1:6)

  • καὶ λέγει Μεγασθένησ, θηρεύεσθαι αὐτοῦ τὴν κόγχην δικτύοισι, νέμεσθαι δὲ κατὰ τωὐτὸ πολλὰσ κόγχασ, κατάπερ τὰσ μελίσσασ. (Arrian, Indica, chapter 8 11:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 8 11:1)

  • ἐρέβινθοσ κύαμοσ, χόνδροσ, τυρόσ, μέλι, σησαμίδεσ, βάτραχοσ, βότρυεσ, ῥοῦσ, πυραμίδεσ, μῆλον, κάρυον, γάλα, κανναβίδεσ, κόγχαι, χυλόσ, Διὸσ ἐγκέφαλοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 507)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 507)

  • ἀραρὼσ δὲ Καμπυλίωνί φησιν τὰ κομψὰ μὲν δὴ ταῦτα νωγαλεύματα, κόγχαι τε καὶ σωλῆνεσ αἵ τε καμπύλαι καρῖδεσ ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 32 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 32 2:2)

  • Τηλεκλείδησ δ’ ἐν Ἡσιόδοισ κόγχη φησὶ διελεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 33 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 33 1:1)

  • "πίνη, ὄστρεον, μῦσ, κτείσ, σωλήν, κόγχη, λεπάσ, τῆθοσ, βάλανοσ, πορευτικὰ δὲ κῆρυξ, πορφύρα, ἡδυπορφύρα, ἐχῖνοσ, στράβηλοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:1)

  • "ἐστὶ δ’ ὁ μὲν κτεὶσ τραχυόστρακοσ, ῥαβδωτόσ, τὸ δὲ τῆθοσ ἀράβδωτον, λειόστρακον, ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον, δίθυρον δὲ καὶ τραχυόστρακον, λεπὰσ δὲ μονόθυρον καὶ λειόστρακον, συμφυὲσ δὲ μῦσ, μονοφυὲσ δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανοσ, κοινὸν δ’ ἐξ ἀμφοῖν κόγχη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 35 2:2)

유의어

  1. a mussel or cockle

  2. the case round a seal

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION