헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοικτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοικτίζω κατοικτίσω

형태분석: κατ (접두사) + οἰκτίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: = katoiktei/rw

  1. to bewail oneself, utter lamentations
  2. to excite pity

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικτίζω

κατοικτίζεις

κατοικτίζει

쌍수 κατοικτίζετον

κατοικτίζετον

복수 κατοικτίζομεν

κατοικτίζετε

κατοικτίζουσιν*

접속법단수 κατοικτίζω

κατοικτίζῃς

κατοικτίζῃ

쌍수 κατοικτίζητον

κατοικτίζητον

복수 κατοικτίζωμεν

κατοικτίζητε

κατοικτίζωσιν*

기원법단수 κατοικτίζοιμι

κατοικτίζοις

κατοικτίζοι

쌍수 κατοικτίζοιτον

κατοικτιζοίτην

복수 κατοικτίζοιμεν

κατοικτίζοιτε

κατοικτίζοιεν

명령법단수 κατοίκτιζε

κατοικτιζέτω

쌍수 κατοικτίζετον

κατοικτιζέτων

복수 κατοικτίζετε

κατοικτιζόντων, κατοικτιζέτωσαν

부정사 κατοικτίζειν

분사 남성여성중성
κατοικτιζων

κατοικτιζοντος

κατοικτιζουσα

κατοικτιζουσης

κατοικτιζον

κατοικτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικτίζομαι

κατοικτίζει, κατοικτίζῃ

κατοικτίζεται

쌍수 κατοικτίζεσθον

κατοικτίζεσθον

복수 κατοικτιζόμεθα

κατοικτίζεσθε

κατοικτίζονται

접속법단수 κατοικτίζωμαι

κατοικτίζῃ

κατοικτίζηται

쌍수 κατοικτίζησθον

κατοικτίζησθον

복수 κατοικτιζώμεθα

κατοικτίζησθε

κατοικτίζωνται

기원법단수 κατοικτιζοίμην

κατοικτίζοιο

κατοικτίζοιτο

쌍수 κατοικτίζοισθον

κατοικτιζοίσθην

복수 κατοικτιζοίμεθα

κατοικτίζοισθε

κατοικτίζοιντο

명령법단수 κατοικτίζου

κατοικτιζέσθω

쌍수 κατοικτίζεσθον

κατοικτιζέσθων

복수 κατοικτίζεσθε

κατοικτιζέσθων, κατοικτιζέσθωσαν

부정사 κατοικτίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατοικτιζομενος

κατοικτιζομενου

κατοικτιζομενη

κατοικτιζομενης

κατοικτιζομενον

κατοικτιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bewail oneself

  2. to excite pity

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION